Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο «Γέρος του Μοριά» που διέπρεψε στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, αποτελεί μια από τις πλέον γοητευτικές προσωπικότητες της ιστορίας. Αρειμάνιος και ιδιοφυής, ωφέλησε με την παρουσία του τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων παντοιοτρόπως. Συμμετείχε στις κυριότερες μάχες του Αγώνα διακρινόμενος για την οξύνοιά του, μα και στις εμφύλιες έριδες που έβλαψαν εντέλει τον ίδιο και τους οικείους του.
Στα 70 του χρόνια, ο Κολοκοτρώνης κατανοούσε πως το τέλος του πλησίαζε. Αποφάσισε λοιπόν να περιοδεύσει σε ολόκληρη την Πελοπόννησο, συναντώντας φίλους και εχθρούς. Έφτασε μάλιστα μέχρι τα νησιά του Αιγαίου για να συμφιλιωθεί με τον γέρο πια Κουντουριώτη, ενώ δεν λησμόνησε τον Σχινά, τον υπουργό Δικαιοσύνης που επεδίωκε τον θάνατό του κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης της χώρας από τους Βαυαρούς.
Έπειτα, την 1η Φεβρουαρίου 1843, ο ηγέτης της Επανάστασης παρευρέθηκε στον γάμο του τρίτου γιού του, Κολλίνου (Κωνσταντίνος), με τη Ραλλού Καρατζά. Στο γλέντι που ακολούθησε συμμετείχαν οι σημαντικότερες προσωπικότητες της χώρας και ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης εμφανίστηκε άκρως εύθυμος. Το ίδιο βράδυ υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο, με τους ιατρούς να αδυνατούν να τον επαναφέρουν.
Η είδηση του θανάτου του Γέρου του Μοριά βύθισε στη θλίψη τον λαό της Ελλάδας. Το κράτος κήρυξε τριήμερο εθνικό πένθος, στη δε νεκρική πομπή συμμετείχε πλήθος κόσμου. Στο φέρετρο του Κολοκοτρώνη τοποθετήθηκε η περικεφαλαία και η στολή του ως αξιωματικού του Βρετανικού Στρατού, τα πόδια του πατούσαν μια τουρκική σημαία και το άψυχο κορμί του ήταν ζωσμένο με το σπαθί του. Έτσι, λαοφιλής και εύθυμος, απεβίωσε ο άνθρωπος στον οποίο η χώρα όφειλε σε μεγάλο βαθμό την ίδια την ύπαρξή της.