Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 19ος αιώνας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 19ος αιώνας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2021

Το μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη: ένα σύμβολο ηρωισμού στο κέντρο της Αθήνας

Γράφει ο Μανώλης Πέπονας.



Το έθιμο της ταφής αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο του ελληνικού πολιτισμού. Η δημόσια μάλιστα απόδοση τιμής σε όσους έπεσαν υπερασπιζόμενοι της ακεραιότητα και τα ιδανικά της πατρίδας τους, θεωρείτο καθήκον της πολιτείας ήδη από την αρχαιότητα. Κατά τη σύγχρονη εποχή, σε αρκετά κράτη αναπτύχθηκε η πρακτική της δημιουργίας ενός συμβολικού τάφου για τους «άγνωστους στρατιώτες», τους ανώνυμους δηλαδή νεκρούς πολεμιστές που δεν κατέστη εφικτή η αναγνώριση της ταυτότητάς τους. 

Στην Ελλάδα, η διενέργεια διαγωνισμού για την ανέγερση ενός τέτοιου μνημείου ανάγεται στις αρχές του 1926, το σχετικό δε ΦΕΚ έφερε την υπογραφή του Υφυπουργού Στρατιωτικών Κωνσταντίνου Νίδερ. Δύο περίπου χρόνια αργότερα, στις 30 Ιουνίου 1928 εκδόθηκε το Νομοθετικό Διάταγμα «περί εκτελέσεως μνημείου Αγνώστου στρατιώτου» στην πλατεία των Παλαιών Ανακτόρων. Την εν λόγω τοποθεσία ενέκρινε ως την πλέον κατάλληλη το 1929 ο Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, θεωρώντας πως η Δημοκρατία οικοδομήθηκε με βάση τους αγώνες των αναρίθμητων αφανών Ελλήνων στρατιωτών. 


Τα αποκαλυπτήρια του μνημείου έλαβαν χώρα στις 25 Μαρτίου 1932, παρουσία πλήθους κόσμου, επισήμων και 3.000 ανδρών της Φρουράς Αθηνών. Χαρακτηριστικά, Τούρκος απεσταλμένος κατέθεσε στεφάνι κατά τη διάρκεια της τελετής, υπογραμμίζοντας την προσπάθεια εξομάλυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων που προωθούσαν τότε οι ηγέτες των δύο χωρών. Σύντομα, τη φύλαξή του κενοταφίου ανέλαβε λόχος της Φρουράς του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο οποίος από το 1974 ονομάζεται «Προεδρική Φρουρά». 

Όπως τονίζουν οι γύρω σκαλισμένοι πωρόλιθοι, το μνημείο τιμά εκείνους που έχασαν τις ζωές τους στους Βαλκανικούς Πολέμους, την Εκστρατεία στη Μεσημβρινή Ρωσία, τη Μικρασιατική Εκστρατεία, τους δύο παγκοσμίους πολέμους, καθώς επίσης τις ένοπλες επιχειρήσεις στην Κορέα και την Κύπρο. Για την αξία της δράσης τους, χαρακτηριστική είναι η χαραγμένη επιγραφή από τον Περικλέους Επιτάφιο του Θουκυδίδη: «Ἀνδρῶν ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος». 


Πηγές

Θωμάς Τσέλιος, Ιωάννης Μακρυπούλιας, Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη, ΓΕΣ, Αθήνα, άνευ χρονολογίας.

Ελένη - Αργυρώ Κούκη, Ο Άγνωστος Στρατιώτης της Αθήνας. Κατασκευάζοντας το μνημειακό κέντρο της πρωτεύουσας στο Μεσοπόλεμο, ανέκδοτη διπλωματική εργασία, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας ΕΚΠΑ, Αθήνα 2009.

Γιάννης Μυλωνάς, Βασίλειος Νικολτσιός, Οι Εύζωνοι, Λόγος και Εικόνα, Θεσσαλονίκη 2021.

Θουκυδίδης, Περικλέους Επιτάφιος, Ζήτρος, Αθήνα 2004.

Οι εικόνες του άρθρου προέρχονται από τις εφημερίδες Έθνος και Πρώτο Θέμα

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2020

Η κατάληψη του Ζαπαντίου από τους Έλληνες επαναστάτες (1821)

Γράφει ο Μανώλης Πέπονας.

Έπειτα από την απελευθέρωση του Βραχωρίου (11 Ιουνίου 1821), οι επαναστάτες κινήθηκαν εναντίον του Ζαπαντίου. Το τελευταίο, ευρισκόμενο τρία χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Αγρινίου, σήμερα ονομάζεται Μεγάλη Χώρα και έχει περίπου 1.400 κατοίκους. Παρότι ο Σπυρίδων Τρικούπης το ονομάζει «μικράν κωμόπολιν», κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας στον ελλαδικό χώρο είχε 300 σπίτια, 57 μαγαζιά, τρία σχολεία, τρία χάνια και δύο λουτρά. Όντας λοιπόν ένα σπουδαίο κέντρο παραγωγής και εμπορίου καπνού, προσέλκυε στην εβδομαδιαία του εμποροπανήγυρη αρκετούς τοπικούς οικονομικά ισχυρούς παράγοντες.

Όσον αφορά την καταγωγή των κατοίκων, οι αναζητήσεις μας απαντούν αρκετές δυσκολίες: η λέξη «Ζαπάντ’» δεν είναι τουρκική, μα σλάβικη. Για τους Οθωμανούς, μα και τον γνωστό περιηγητή Εβλιά Τσελεμπή, οι Ζαπαντιώτες ήταν «ελληνίζοντες», θεωρούσαν δε πως ήταν απόγονοι των αρχαίων Λαλαίων. Υπάρχουν δηλαδή βάσιμες υποψίες πως δεν επρόκειτο για Τούρκους προερχόμενους από την Ασία, μα εξισλαμισμένους ντόπιους. Εξάλλου παντρεύονταν -όπως σε αρκετές βέβαια άλλες περιπτώσεις- Ελληνίδες χριστιανές, ενώ ήταν όλοι δίγλωσσοι. Η συνύπαρξη του οθωμανικού-μουσουλμανικού στοιχείου με το ελληνικό-χριστιανικό διαφαίνεται στον ίδιο τον χώρο: μια παλαιοχριστιανική βασιλική βρίσκεται κοντά σε δυο μεγαλοπρεπή τζαμιά. Σε γενικές γραμμές, παρατηρούμε την ύπαρξη μια ιδιαίτερης τοπικής ταυτότητας, στα πλαίσια της οποίας οι κάτοικοι του Ζαπαντίου δεν έχουν καθόλου καλές σχέσεις ούτε με τους σκληρούς μουσουλμάνους του Βραχωρίου που τους θεωρούσαν «κρυπτοχριστιανούς», μα ούτε και με τους γύρω χριστιανούς που τους θεωρούσαν πιθανότατα αρνησίθρησκους.

Αυτό ήταν το Ζαπάντι, το θεωρούμενο από αρκετούς μελετητές ως τρίτο σημαντικότερο κέντρο της Δυτικής Ελλάδας, μετά το Μεσολόγγι και το Βραχώρι. Κι εκεί ακριβώς κινήθηκαν οι Έλληνες επαναστάτες μετά την εκπόρθηση του τελευταίου. Οι ντόπιοι μουσουλμάνοι κατανοούσαν την κρισιμότητα της κατάστασης, αρνήθηκαν όμως να εγκαταλείψουν τις περιουσίες του και να φύγουν. Ήλπιζαν πιθανότατα πως παρότι το Βραχώρι είχε πέσει, η ισχυρή οθωμανική φρουρά της Άρτας θα τους έστελνε ενισχύσεις. Έτσι, οργάνωσαν πρόχειρα οχυρωματικά έργα, οχύρωσαν τα δυο τζαμιά και τέσσερις πύργους, δημιουργώντας έπειτα τάφρους. Πρόκειται για 300 ενόπλους σύμφωνα με τις πλέον μετριοπαθείς εκτιμήσεις, οι οποίοι κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν πολλαπλάσιους αντιπάλους.

Η πρώτη ελληνική έφοδος κατά του Ζαπαντίου έλαβε χώρα στις 16 Ιουνίου 1821, δίχως καμία επιτυχία. Οι πολιορκητές μάλιστα, έσπευσαν να μεταφέρουν στην περιοχή δύο κανόνια από το Μεσολόγγι, τα οποία όμως δεν κατάφεραν να αξιοποιήσουν κατάλληλα λόγω απειρίας και έλλειψης βλημάτων. Τα πρόχειρα τείχη του Ζαπαντίου απεδείχθησαν ισχυρά. Για να τα υπερκεράσουν, οι Έλληνες δοκίμασαν τα πάντα: έχτισαν τον δικό τους πύργο, προσπάθησαν να υπονομεύσουν τα αμυντικά έργα, έκαναν συνεχείς εφόδους. Σε μια περίπτωση μάλιστα, οι μουσουλμάνοι διενήργησαν έξοδο και λίγο έλειψε να κυριεύσουν το κανόνι που διέθετε ο Βλαχόπουλος. Αυτό ήταν το κύκνειο άσμα τους. Κατά τη διάρκεια της συμπλοκής ο Έλληνας οπλαρχηγός κατάφερε να σκοτώσει, πυροβολώντας από μεγάλη απόσταση, τον αντίπαλο αρχηγό, τον ικανότατο Ισούφη Σουλευκάραγα. Ακολούθησε μια μεγάλη μάχη γύρω από το πτώμα, με αποτέλεσμα την υποχώρηση των Οθωμανών που άφησαν πίσω τους και δεκαοκτώ νεκρούς. Έπειτα, οι Έλληνες έκοψαν τα κεφάλια των σκοτωμένων εχθρών τους, τοποθετώντας τα σε κοινή θέα για να αποθαρρύνουν τους πολιορκούμενους. Πράγματι, έπειτα από 45 ημέρες μαχών, αποκαρδιωμένοι, δίχως τον ηγέτη τους, χωρίς ελπίδα για βοήθεια και χωρίς εφόδια, οι μουσουλμάνοι του Ζαπαντίου παρέδωσαν τα όπλα τους. Σύμφωνα πάλι με τον Σπυρίδωνα Τρικούπη, οι επαναστάτες δεν τους έκαναν κακό, αντίθετα τους επέτρεψαν να φύγουν για τα γύρω χωριά ή την Άρτα.

Παρασκευή 21 Αυγούστου 2020

Μια επιστολή - τεκμήριο για την Κρητική Επανάσταση των ετών 1866-1869

Γράφει ο Μανώλης Πέπονας. 


Στις 21 Αυγούστου 1866, οι Κρήτες επαναστάτησαν για ακόμη μια φορά εναντίον των Οθωμανών. Ο αγώνας τους επρόκειτο να διαρκέσει για τρία περίπου χρόνια, με εκατοντάδες ανθρώπους να θυσιάζονται στον βωμό της ελευθερίας του τόπου τους και της επιθυμίας για ένωση με το ανεξάρτητο Ελληνικό Βασίλειο. 

Λίγες ημέρες πριν την κήρυξη της επανάστασης, ο ηγούμενος της Ιεράς Μονής Αρκαδίου απέστειλε προς το Πρακτορείο της Ρωσίας στο Ρέθυμνο την παρακάτω επιστολή που σήμερα αποτελεί ένα σημαντικό ιστορικό τεκμήριο για την εποχή. Με αυτό περιγράφονται ιερόσυλες πράξεις των Οθωμανών, οι οποίες ενίσχυσαν την αντίδραση των Ελλήνων. Η επιστολή δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Αιών», στις 25 Αυγούστου 1866.


Ο ίδιος ο Γαβριήλ θα έχανε τη ζωή του τον Νοέμβριο του 1866, στα πλαίσια της πολιορκίας του Αρκαδίου.


Πέμπτη 28 Μαΐου 2020

Πάνος Κορωναίος: ο εξέχων αξιωματικός που ηγήθηκε της Μεγάλης Κρητικής Επανάστασης (1866-1869)





Γράφει ο Μανώλης Πέπονας.




Μια από τις σπουδαιότερες στρατιωτικές φυσιογνωμίες του 19ου αιώνα, ο Πάνος Κορωναίος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1808. Έχοντας κυθηραϊκή καταγωγή, πέρασε τη νεανική του ηλικία στα Επτάνησα, φοιτώντας στη φημισμένη Ιόνιο Ακαδημία. Όντας 17 ετών αποφάσισε να ενταχθεί στο πρώτο τακτικό στρατό του ελληνικού κράτους υπό τον Γάλλο φιλέλληνα Φαβιέρο, πολεμώντας σε αρκετές μάχες του Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Υπό τον Φαβιέρο, κι έπειτα τον Μαιζόν, ο Κορωναίος απέκτησε σπουδαία εμπειρία.


Οι ικανότητες και η επτανησιακή καταγωγή του νεαρού αγωνιστή της επανάστασης, οδήγησαν τον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια να τον προωθήσει για σπουδές στη Σχολή Ευελπίδων με υποτροφία. Από εκεί, ο Κορωναίος αποφοίτησε το 1831 ως ανθυπολοχαγός Πυροβολικού. Η ομαλή του εξέλιξη διακόπηκε το 1843, όταν στρατεύθηκε υπέρ του Συντάγματος στην εξέγερση εναντίον του βασιλιά Όθωνα. Ο τελευταίος δεν ξέχασε τη στάση του, θέτοντάς τον σε αργία δια απολύσεως την περίοδο 1853-1854.








Ο Κορωναίος αξιοποίησε στο έπακρο τη δυσμενή ροπή της τύχης: έφυγε για το Παρίσι, τελειοποιώντας την κατάρτισή του και συμμετείχε εθελοντικά σε μια σειρά εκστρατειών. Συγκεκριμένα, το 1854 ονομάστηκε διοικητής σώματος Ελλήνων που πολεμούσαν στο πλευρό της Ρωσίας κατά τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1853-1856), ενώ το 1860 εντάχθηκε στη γαλλική δύναμη η οποία εξεστράτευσε στη Συρία. Διακρινόμενος για τη δράση του τιμήθηκε με παράσημα όπως αυτό της Λεγεώνας της Τιμής.









Στην Ελλάδα, ο εν λόγω αξιωματικός επέστρεψε στις αρχές της δεκαετίας του 1860. Πρωτοστατώντας στις κινήσεις εναντίον του Όθωνα, ανέλαβε υπουργός Στρατιωτικών δύο φορές (1863-1864) ως σημαίνων στέλεχος του κόμματος των Ορεινών. Μετά την ενθρόνιση του Γεωργίου Α΄, ο Κορωναίος συνέχισε να αποτελεί μια προσωπικότητα με σπουδαίο κύρος: το 1868 εξελέγη βουλευτής Αττικής, το 1875, το 1879 και το 1885 βουλευτής Κυθήρων, ενώ αποστρατεύτηκε ως αντιστράτηγος Πυροβολικού το 1880. Την ίδια περίοδο συμμετείχε ενεργά στην ίδρυση διαφόρων οργανώσεων αλυτρωτικού χαρακτήρα και συνέγραψε αρκετές στρατιωτικές μελέτες. Τις ιδέες του εφάρμοσε στην Κρητική Επανάσταση των ετών 1866-1869, όπου υπήρξε ένας εκ των αρχηγών. Στο νησί, παρότι οι σχέσεις του με τους τοπικούς οπλαρχηγούς γνώρισαν διακυμάνσεις και ο ίδιος δεν πέτυχε να προσαρμοστεί πλήρως στις συνθήκες του ανταρτοπολέμου, η δράση του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επιτυχής με βάση τους ελάχιστους πόρους που διέθετε. Παρά ταύτα, ο συσχετισμός δυνάμεων αποδείχθηκε καταλυτικός, αναγκάζοντας τον Κορωναίο να επιστρέψει ηττημένος στην ελεύθερη Ελλάδα. Η Κρήτη θα ενωνόταν με το ελληνικό βασίλειο μόλις το 1913.


Όσον αφορά τον σπουδαίο Έλληνα αξιωματικό, πέθανε στην Αθήνα στις 17 Νοεμβρίου 1899. Ο μυθιστορηματικός του βίος συνδέθηκε άρρηκτα με την ταραγμένη πορεία της πατρίδας του.




Βιβλιογραφία


Γιώργης Μανουσάκης, Κρητικές επαναστάσεις 1821-1905: Στο Ακρωτήρι του Βενιζέλου, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών "Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος", Χανιά 2009


Γεώργιος Τ. Τσερεβελάκης, Κρητικές επαναστάσεις: Οι αγώνες για την ελευθερία από το 1204 έως το 1898, Περισκόπιο, Αθήνα 2009


Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, «Οι Γαριβαλδινοί στην Κρητική επανάσταση του 1866: Το παιχνίδι των αριθμών», στο: Τα Ιστορικά, 1986, vol. 3, no. 5, σ. 121-138.


Παναγιώτης Κότσης, «Η επανάσταση στην Κρήτη (1866- 1869)», στο: cognoscoteam, 6-9-2019 (https://cognoscoteam.gr/%CE%B7-%CE%B5%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%83%CE%B7-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%BA%CF%81%CE%AE%CF%84%CE%B7-1866-1869/). Ανακτήθηκε στις 28-5-2020.


Ι.Π. Μαμαλάκης, «Ο Πάνος Κορωναίος και η εκστρατεία του Ομέρ στο Λασίθι (από τα παρασκήνια του κρητικού αγώνα του 1866-9)», στο: Κρητικά Χρονικά, 1951, Τόμος Ε’, Τεύχος ΙΙ, 163-230.

Τετάρτη 11 Μαρτίου 2020

Το δράμα του Αρκαδίου και ο αθηναϊκός Τύπος (1866)


Γράφει ο Μανώλης Πέπονας.



Έπειτα από μια σειρά καταγγελιών εναντίον της οθωμανικής καταπίεσης, ο λαός της Κρήτης αποφάσισε να κηρύξει την επανάστασή του στις 21 Αυγούστου 1866. Με το σύνθημα «Ένωσις ή Θάνατος» και αρχηγούς τους Ιωάννη Ζυμβρακάκη (Χανιά), Πάνο Κορωναίο (Ρέθυμνο) και Μιχαήλ Κόρακα (Ηράκλειο), ένοπλες ομάδες συγκροτήθηκαν σε ολόκληρο το νησί. Οι μάχες σύντομα γενικεύθηκαν.

Ένα από τα κύρια επαναστατικά κέντρα υπήρξε η Ιερά Μονή Αρκαδίου, η οποία χρησιμοποιήθηκε ως αποθήκη εφοδίων, καταφύγιο των χριστιανών καταδιωκόμενων και κέντρο της τοπικής επαναστατικής επιτροπής. Στις 6 Νοεμβρίου 1866, έξω από το μοναστήρι κατέφθασε οθωμανική δύναμη 15.000 ανδρών υπό τον Μουσταφά Πασά. Απέναντί τους βρίσκονταν 966 άτομα, τα περισσότερα εκ των οποίων γυναικόπαιδα ή υπερήλικες. Την 250 ανδρών φρουρά διοικούσε ο ανθυπολοχαγός Ιωάννης Δημακόπουλος, ο οποίος ξεκίνησε να δέχεται την εχθρική πίεση το πρωί της 8ης Νοεμβρίου. Οι αμυνόμενοι προέβαλλαν ισχυρή αντίσταση προξενώντας απώλειες στους αντιπάλους τους, ωστόσο η έλευση του οθωμανικού πυροβολικού έκρινε την αναμέτρηση: οι άνδρες του Μουσταφά εισήλθαν στη μονή, όπου ο Κωστής Γιαμπουδάκης (ή, σύμφωνα με άλλες πηγές, ο Εμμανουήλ Σκουλάς) ανατίναξε την πυριτιδαποθήκη σκοτώνοντας αρκετούς εξ αυτών. Από την άλλη πλευρά, όλοι σχεδόν οι αμυνόμενοι βρήκαν τον θάνατο κατά τη διάρκεια της μάχης ή τις μετέπειτα εκτελέσεις. Το «Ολοκαύτωμα του Αρκαδίου» έλαβε σπουδαίες συμβολικές διαστάσεις σε ολόκληρη της Ευρώπη, δεν κατάφερε όμως να ανατρέψει τους συσχετισμούς δυνάμεων. Μοιραία, η Κρητική Επανάσταση έληξε τον Ιανουάριο του 1869, έπειτα από τρία περίπου χρόνια αγώνων.



Η είδηση της πτώσης του Αρκαδίου έφτασε αρκετά αργά στην Αθήνα. Αρχικά, οι ελληνικές εφημερίδες έκαναν λόγο για νίκη των επαναστατών επί του Μουσταφά. Η εφημερίδα Αιών για παράδειγμα, φιλοξενούσε στις 12 Νοεμβρίου 1866 επιστολή, η οποία ανέφερε τα εξής:

Τη 8 ή 9, καθ' α πάντες ενταύθα, Χριστιανοί τε και Τούρκοι βεβαιούσιν, ο αρχηγός Κορωναίος λαμπράν ενίκησε νίκην κατά του Μουσταφά Πασσά. Ήτον ο Κορωναίος ωχυρομένος εν τη Μονή Αρκαδίου, κειμένη εν τη επαρχία Ρεθύμνης. Επειδή δε αυτός μεν είχεν ολίγους περί εαυτόν, ο δ' εχθρός πολλούς, και με το λιανοτούφεκον η θήρα του θα ήτο πολύ πενιχρά, εσκέφθη, ότι έπρεπε να εύρη μέσον ανάλογον εχθρού τοιούτου, οίος ο Μουσταφά Πασσάς, και αντάξιον ταύτης υψηλότητος. Κατεσκεύασε λοιπόν περί την Μονήν τρεις υπονόμους. Οι Τούρκοι, μη φανταζόμενοι, ότι τοιούτους αστεϊσμούς διάθεσιν και μέσα έχουσι να κάμωσι οι επαναστάται, οίτινες πάντοτε παραπονούνται, ότι στερούνται πολεμοφοδίων, επλησίασαν ατάραχοι προς την Μονήν, εις ην προεχώρουν όσω έβλεπον, ότι το εχθρικόν πυρ εχαλαρούτο. Αίφνης, τρομεράς εκρήξεως γενομένης, πολλαί εκατοντάδες σαρικίων και σαλβαρίων ετινάχθησαν εις τον αέρα. Μετά την τρομεράν εκείνη στιγμήν, βροχή ποδών, κεφαλών, χειρών, όπλων, λίθων και παντοίου είδους αμόρφων αντικειμένων έπεσεν εξ ουρανού και εκάλυψε το ανοιχθές χάσμα, «Αλλάχ! Αλλάχ!» ανεφώνησαν οι Οσμανλίδες. «Τί; οι Σεϊτάνιδες της Σαντορίνης ήλθον εδώ και μας διώκουν;» Όσοι επέζησαν από την καταστροφήν ταύτην, ετράπησαν εις φυγήν, διωκόμενοι μετά πείσματος υπό των ανδρείων Ελλήνων, διαπερώμενοι τους νεφρούς υπό της εχθρικής λόγχης. Εις μάτην ο Μουσταφάς εφώνει αυτούς να σταθώσιν, εις μάτην οι αξιωματικοί δια του ξίφους προσεπάθουν ν' αναχαιτίσωσι την φυγήν των. Τέλος, μετά ημίσειαν ώραν, εστάθησαν ολίγον, ίνα αναπνεύσωσιν ελευθέρως. Πλην αδύνατον εστάθη να πεισθώσιν, ίνα επανέλθωσι κατά του εχθρού. Εδέησε λοιπόν ο Μουσταφάς να παραλάβη το πεφοβισμένον ποίμνιόν του και να το οδηγήση μακράν εις την επαρχίαν Αποκορώνων. Σήμερον δε, ή αύριον, η Υψηλότης του επανέρχεται ενταύθα, περαιώσας ούτω και την εκστρατείαν ταύτην, ήτις είναι η τρίτη από της ενάρξεως της επαναστάσεως.
(Αιών, 14 Νοεμβρίου 1866, σ. 1)

Είναι άγνωστο το γιατί τέτοιες πληροφορίες δημοσιεύτηκαν σε ένα τόσο δημοφιλές έντυπο. Επρόκειτο άραγε για λάθος κάποιου αυτόπτη μάρτυρα που δεν παρακολούθησε την τελική έκβαση της μάχης; Ή μήπως η εφημερίδα επιχείρησε να αναπτερώσει το ηθικό των αναγνωστών της χαλκεύοντας τις διαθέσιμες πηγές; Στην παράθεση αυτών των ερωτημάτων αξίζει ίσως να προστεθεί το γεγονός πως ανάλογες ειδήσεις περί νίκης των χριστιανών διέδωσαν οι περισσότερες αθηναϊκές εφημερίδες.



Όποιες όμως κι αν ήταν οι προθέσεις τους, το αποτέλεσμα δεν άργησε να διαφανεί. Στις 29 Νοεμβρίου 1866 για παράδειγμα, η Εθνεγερσία κατέγραφε:
Καθ' εκάστην νέας πληροφορίας εκ Ρεθύμνης λαμβάνομεν, καθ' ας το εν Αρκαδίω δράμα παρίσταται τραγικώτατον. 996 ψυχαί ήσαν τα εν αυτώ θύματα και όχι 540 ως κατ' αρχάς εμάθομεν. εξ αυτών δε 250 ήσαν άνδρες πολεμισταί, τα δε λοιπά ήσαν γυναίκες, παίδες και γέροντες. Εξ όλων τούτων εσώθησαν μόνον 33 άνδρες και 61 γυναικόπαιδα, υπό δε τα ερείπια της Μονής 874 μάρτυρες έπεσον, 28 πολεμισταί ευρισκόμενοι εν τω εστιατορίω της Μονής δεν είχον πάθει υπό της εκρήξεως, αλλ' επί πολλάς ώρας καρτερικώτατα μαχόμενοι εξήντλησαν τα πολεμοφόδιά των. Μετά δε τούτο έκαμαν προτάσεις περί παραδόσεως, αλλ' οι άπιστοι καίπερ ορκισθέντες εις των Μωάμεθ και εις την κεφαλήν του Σουλτάνου ότι δεν θα τους κακοποιήσωσι, παρασπονδήσαντες έσφαξαν άπαντας τους παραδοθέντας. Πολλούς δε πολεμιστάς εκ των αιχμαλωτισθέντων ή άλλους μη δυνάμενους να εξακολουθήσωσι την εις Ρέθυμναν εικοσάωρον οδοιπορίαν έσφαξαν καθ' οδόν.
(Εθνεγερσία, 29 Νοεμβρίου 1866, σ. 1)

Πράγματι, εκατοντάδες άνθρωποι -μεταξύ των οποίων ο Δημακόπουλος και ο ηγούμενος της μονής- σκοτώθηκαν στη σύγκρουση του Αρκαδίου, πολεμώντας για την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.  Η ηρωική τους αντίσταση συνέβαλλε καθοριστικά στην επιτυχή λύση του ζητήματος, η οποία επήλθε μισό αιώνα αργότερα.

Γενική βιβλιογραφία
Τσερεβελάκης, Γεώργιος. Κρητικές Επαναστάσεις. Οι αγώνες για την ελευθερία από το 1204 έως το 1898, Αθήνα: Περισκόπιο, 2009
Μανουσάκης, Γιώργης. Κρητικές επαναστάσεις 1821-1905, Χανιά: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών "Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος", 2009
Μωραΐτης, Κάρολος Ε. Ιωάννης Δημακόπουλος: 1833-1866. Ο ηρωικός φρούραρχος της Ιεράς Μονής Αρκαδίου, Αθήνα: Πελασγός, 2007
Κονδυλάκης, Ιωάννης. Η ολοκαύτωσις του Αρκαδίου, Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Γεωργίου Φέξη, 1904

Ο Ζέρβας πριν τον ΕΔΕΣ

 Γράφει ο Μανώλης Πέπονας. Ο Ναπολέων Ζέρβας γεννήθηκε στην Άρτα, πόλη που έμελλε να εισέλθει ως ελευθερωτής μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου ...