Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βιογραφίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βιογραφίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2021

«Προσοχή! Ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών ύστερα από λίγο δεν θα είναι ελληνικός»: Ο Κώστας Σταυρόπουλος και το τελευταίο μήνυμα πριν την κατάληψη της πρωτεύουσας

 


Γράφει ο Μανώλης Πέπονας.


Ο  Κώστας Σταυρόπουλος γεννήθηκε στην Αίγυπτο, όντας γόνος οικογένειας εθνικών ευεργετών. Το 1939 προσελήφθη από την Ελληνική Ραδιοφωνία, πρωτεύοντας στον σχετικό πανελλήνιο διαγωνισμό για την κάλυψη της θέσης. Σύμφωνα με τους συγχρόνους του, επρόκειτο για έναν χαρισματικό εκφωνητή που μάγευε με τη φωνή του τους ακροατές. Η εργασία του ήταν σκληρή και αφορούσε την παρουσίαση των βραδινών δελτίων ειδήσεων, τους λόγους σημαντικών προσώπων της εποχής, καθώς επίσης αρκετών εκπομπών.


Όταν κηρύχθηκε ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος (28 Οκτωβρίου 1940), ο Σταυρόπουλος μετέδωσε την είδηση. Έκτοτε, αποτέλεσε τη φωνή που πληροφορούσε τον ελληνικό λαό με τα σύντομα επίσημα ανακοινωθέντα των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Ήταν ο άνθρωπος που ανακοίνωσε στους συμπατριώτες του την εισβολή της Γερμανίας στην Ελλάδα, καθώς επίσης αυτός που εκφώνησε το συγκινητικό μήνυμα της κατάληψης της Αθήνας. Το τελευταίο μεταξύ άλλων ανέφερε τα εξής:

Προσοχή! Ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών ύστερα από λίγο δεν θα είναι ελληνικός. Θα είναι γερμανικός και θα μεταδίδει ψέματα. Έλληνες, μη τον ακούτε. Ο πόλεμός μας συνεχίζεται και θα συνεχισθεί μέχρι της τελικής νίκης. Ζήτω το Έθνος των Ελλήνων.

Ο Σταυρόπουλος διατήρησε στη μνήμη του τα σχετικά λόγια, φροντίζοντας για την ηχογράφησή τους αρκετά χρόνια αργότερα. Έτσι, διασώθηκε ένα αξιομνημόνευτο ιστορικό τεκμήριο, το οποίο είναι διαθέσιμο στο κοινό.




Ο σπουδαίος Έλληνας εκφωνητής πέθανε στην Αθήνα το 1974.



[Σύνταξη κειμένου: Μανώλης Πέπονας, για τον ιστότοπο storia95]


Τετάρτη 19 Αυγούστου 2020

Σάρα Γεσουά: μια σημαντική αγωνίστρια της Εθνικής Αντίστασης από τη Χαλκίδα

Γράφει ο Μανώλης Πέπονας.

H Εύβοια αποτελούσε τόπο συνάντησης εκατοντάδων προσφύγων από την Αττική που επιθυμούσαν να περάσουν με καΐκια στα νησιά του Αιγαίου κι από εκεί στην ουδέτερη Τουρκία για να σωθούν. Η σχετική υπηρεσία που δημιουργήθηκε, είχε οργανωθεί από δύο αδελφούς και τελούσε υπό την προστασία του ΕΛΑΣ. Ανάμεσα στα άτομα που μεταφέρθηκαν από το μεγάλο αυτό νησί του Αιγαίου στο λιμάνι του Τσεσμέ ήταν ο μετέπειτα πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου, καθώς επίσης αρκετοί Εβραίοι που είχαν προλάβει να διαφύγουν από τη Θεσσαλονίκη ή άλλοι οι οποίοι είχαν καταφέρει να λάβουν ξένα πιστοποιητικά υπό ιταλική αιγίδα. Ο ιστορικός Steven Bowman υπολογίζει τους διασωθέντες σε πάνω από χίλιους Εβραίους και 75 μη Εβραίους Έλληνες.1

Η Σάρα Γεσουά2 γεννήθηκε στη μεγαλύτερη πόλη της Εύβοιας, τη Χαλκίδα. Φοίτησε στο τοπικό γυμνάσιο, όπου διακρίθηκε για τις επιδόσεις της. Όντας ανιψιά του ήρωα του Ελληνοϊταλικού πολέμου αντισυνταγματάρχη Μορδοχαίου Φριζή, διέφυγε με τη μητέρα της σε ηλικία 15 ετών στο χωριό Στενή. Εκεί, μάθαινε στις γυναίκες της περιοχής ανάγνωση και γραφή, μιλώντας παράλληλα για θέματα γυναικείας χειραφέτησης. Πιθανότατα, την εποχή εκείνη είχε ήδη συνδεθεί με την ΕΠΟΝ, πράγμα που αποδεικνύεται κι από το γεγονός πως ειδοποιήθηκε έγκαιρα για τις γερμανικές επιχειρήσεις στην περιοχή.




Η «Σαρίκα» (όπως ονομάστηκε η νεαρή Σάρα) δεν άργησε να γοητευθεί από την ένοπλη αντίσταση κατά των κατακτητών. Οπλισμένη, περιόδευε στα χωριά καλώντας τις γυναίκες στην Αντίσταση. Με την πάροδο του χρόνου, σχηματίστηκε υπό την ηγεσία της μια μικρή μονάδα από νεαρές κοπέλες που αρχικά υπηρετούσαν ως βοηθητικές στα στρατόπεδα του ΕΛΑΣ. Λίγο αργότερα, η μονάδα αυτή εκπαιδεύτηκε κατάλληλα στη χρήση των όπλων και στις αρχές του 1944 ανέλαβε δράση.

Ο τρόπος δράσης της συγκεκριμένης ομάδας ένοπλων γυναικών ήταν πλήρως εναρμονισμένος στον αντάρτικο τρόπο πολέμου: παρενοχλούσαν με αυτοσχέδιες βόμβες μολότωφ τις γερμανικές δυνάμεις με σκοπό να θεωρηθούν η κύρια επιθετική φάλαγγα, ενώ άλλοι αντάρτες χτυπούσαν στον αντικειμενικό στόχο της επίθεσης. 

Η ίδια η Σαρίκα αναλάμβανε καταδρομικές προσωπικά. Σε μια περίπτωση, στο χωριό Κάμπια, πέτυχε να βγάλει με δόλο τον ιερέα-πληροφοριοδότη των Γερμανών έξω από την εκκλησία, όπου και τον συνέλαβαν οι αντάρτες. Μετά από αυτό, οι κατακτητές οργισμένοι επιθυμούσαν την πάση θυσία σύλληψη της υπεύθυνης. Ο καταδότης που εστάλη, έχοντας λάβει πληροφορίες για μια Εβραία δασκάλα που δρούσε έξω από το χωριό Στενή, οδήγησε άθελά του στο να συλληφθεί λάθος άτομο: τη Μέντη Μόσκοβιτς, δασκάλα και εξαδέλφη της Σαρίκα. Η Μόσκοβιτς βασανίστηκε άγρια, ενώ το σπίτι που κρυβόταν καταστράφηκε. Για εκδίκηση, η Εβραία αντάρτισσα έμαθε την ταυτότητα του καταδότη και τον σκότωσε με το πιστόλι της.

Μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Σαρίκα συνελήφθη ως κομμουνίστρια εν μέσω εμφυλιακού κλίματος, αλλά τελικά αφέθηκε ελεύθερη. Ο τοπικός ανακριτής φέρεται να τη συμβούλεψε να ζητήσει από τον ραβίνο της περιοχής να τη στείλει στην Αθήνα. Από την ελληνική πρωτεύουσα, η μαχήτρια του ΕΛΑΣ εγκατέλειψε την Ελλάδα καταφεύγοντας στο Ισραήλ. Πέθανε εκεί, στις 24 Οκτωβρίου 2018.


Ο Ελληνοαμερικάνος ανταποκριτής Κ. Πούλος, εντυπωσιασμένος από τη δράση της, ανέφερε:

Αθήνα, 23 Οκτωβρίου (ΟΝΑ-ραδιοφωνικώς). Η Σαρίκα γ., μία δεκαοχτάχρονη Ελληνοεβραία από τη Χαλκίδα, είναι λοχαγός μιας διμοιρίας Ελληνίδων ένστολων ανταρτισσών που βρίσκονται στο νησί της Εύβοιας. Φορώντας ένα ζευγάρι μπότες Βρετανού στρατιώτη και κασκέτο, καθώς και σακάκι και στολή ιππασίας φτιαγμένη από Αμερικανική κουβέρτα, οδηγεί τη διμοιρία της κάθε μέρα στις επιχειρήσεις που διατάζει το αντάρτικο σύνταγμα στο οποίο ανήκει.

Είναι μια κοντή, γεροδεμένη κοπέλα με σκούρα μαλλιά και γαλανά μάτια. Τρέχει σαν άντρας και μπορεί να κατεβάσει με το τουφέκι ένα καρύδι από ένα δέντρο σε απόσταση 200 γιαρδών. Δίνει οδηγίες βηματισμού στη διμοιρία της που κατεβαίνει το βουνίσιο μονοπάτι με τόνο ζωηρό και υπερήφανο· άλλοτε φωνάζοντας ένα σταθερό «Επ, Επ, Επ», κι άλλοτε κρατώντας το ρυθμό με το μπράτσο της.

Μόνο μετά την παράδοση των Ελλήνων στους Ιταλούς αναγκάστηκε να διαφύγει στα βουνά. Από εκεί, ντυμένη σαν χωρική, γυρνούσε πότε-πότε πίσω στην γερμανοκρατούμενη Χαλκίδα για να μαζέψει πληροφορίες για το αντάρτικο σύνταγμά της. Όταν αυτό έγινε πολύ επικίνδυνο, άρχισε να διδάσκει σε σχολεία στο βουνό. Κατόπιν πήγε να εργαστεί στα κεντρικά γραφεία της Αντίστασης. Και αργότερα, όταν οργανώθηκε λόχος ανταρτισσών, διάλεξαν αυτήν για λοχαγό τους.

Από ολόκληρη τη μεγάλη οικογένειά της, από όλες τις αδελφές και τους γαμπρούς και τους θείους, μόνο αυτή και η μητέρα της έχουν μείνει. «Αυτή είναι η πατρίδα μου», μου είπε η Σαρίκα. «Εδώ γεννήθηκα και μεγάλωσα. Οι Έλληνες είναι ο λαός μου, ο αγώνας τους είναι αγώνας μου. Εδώ ανήκω». Η Σαρίκα είναι μία από έναν απίστευτο αριθμό Ελληνίδων που συμμετείχαν στην ατρόμητη Αντίσταση. Καμιά φορά δημιουργείται η εντύπωση ότι στα βουνά υπήρχαν πιο πολλές γυναίκες από άντρες.3


Παραπομπές

1Steven Bowman, Η αντίσταση των Εβραίων στην κατοχική Ελλάδα, εκδ. ΚΙΣΕ, Αθήνα 2012, σ. 74-75

2Steven Bowman, στο ίδιο, σ. 73-74

3Constantine Poulos, «Report on Greece», Taminent Library, New York University, Box I, File 39, σ. 21-23

Σάββατο 9 Μαΐου 2020

Στρατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος: ο σπουδαίος Έλληνας επιτελικός αξιωματικός



Γράφει ο Μανώλης Πέπονας.




Ο Αλέξανδρος Παπάγος γεννήθηκε το 1883 στην Αθήνα. Ο πατέρας του, Λεωνίδας, ήταν υποστράτηγος του Ελληνικού Στρατού και η μητέρα του καταγόταν από την οικογένεια Αβέρωφ. Ο νεαρός Αλέξανδρος υπήρξε αρκετά επιμελής μαθητής ώστε να εγγραφεί στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1901, προτίμησε όμως τη στρατιωτική σταδιοδρομία. Έτσι, κατά τα έτη 1902-1906 φοίτησε σε βελγικές στρατιωτικές ακαδημίες, μετά δε την επιστροφή του στην Ελλάδα έλαβε τον βαθμό του Ανθυπιλάρχου. Οι ικανότητές του σύντομα αναγνωρίστηκαν από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος τον όρισε υπασπιστή του στο Υπουργείο Στρατιωτικών για την περίοδο 1910-1912. 
 


Ο Παπάγος διακρίθηκε κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, ανδραγαθώντας ιδίως στην πολιορκία του Μπιζανίου. Εκεί γνώρισε τον διάδοχο Κωνσταντίνο και απέκτησε τη φήμη τολμηρού αξιωματικού. Όταν η χώρα πέρασε στη δύνη του Εθνικού Διχασμού, η σχέση του με τον Κωνσταντίνο υπήρξε η αιτία να εξοριστεί το 1917 σε διάφορα νησιά από τον Βενιζέλο. Μόνο μετά την επικράτηση των αντιβενιζελικών το 1920 κατέστη εφικτό να επανέλθει ο Παπάγος στο στράτευμα, λαμβάνοντας αναδρομικά τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη. Συμμετείχε άμεσα στη Μικρασιατική Εκστρατεία ως επιτελάρχης της Ταξιαρχίας -κι έπειτα Μεραρχίας- Ιππικού, διακρινόμενος για άλλη μια φορά. Ακολούθως, βρέθηκε εκτός στρατεύματος για τρία ακόμη έτη (1923-1926), λόγω της ανάμιξής του στο Κίνημα Λεοναρδόπουλου-Γαργαλίδη. Επιστρέφοντας στις Ένοπλες Δυνάμεις το 1926, ανέλαβε ανώτατες θέσεις όντας φιλοβασιλικός. Συγκεκριμένα, το χρημάτισε Υπαρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού (1931-1933), Επιθεωρητής Ιππικού (1933-1935), διοικητής του Α΄ και Γ΄ Σώματος Στρατού (1935) και εν τέλει Υπουργός Στρατιωτικών (1935). 


Μετά την 1η Αυγούστου 1936, ο Μεταξάς τοποθέτησε τον Παπάγο στη θέση του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Η κίνηση αυτή υπήρξε αποτέλεσμα δύο παραγόντων: από τη μία πλευρά ο Παπάγος ήταν ένας από τους πλέον καταρτισμένους και ικανούς επιτελικούς αξιωματικούς της εποχής, ενώ από την άλλη ήλεγχε μέσω πελατειακών σχέσεων ένα μεγάλο μέρος του στρατεύματος. Έτσι, ο Μεταξάς εξασφάλιζε την υπακοή των Ενόπλων Δυνάμεων, έχοντας παράλληλα σε μία ευαίσθητη θέση έναν λαμπρό τακτικό νου. Η απόλυτα επιτυχημένη αρχιστρατηγία του Παπάγου κατά τον πόλεμο με την Ιταλία απέδειξε την ορθότητα της εν λόγω κίνησης. Ο αρχιστράτηγος μάλιστα αντιτέθηκε στη συνθηκολόγηση του Τσολάκογλου με τους Γερμανούς τον Απρίλιο του 1941 και επιχείρησε να αντισταθεί στους κατακτητές κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Για τον λόγο αυτό συνελήφθη το 1943, περνώντας τα επόμενα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έγκλειστος σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. 

 

Η δράση του Παπάγου συνεχίστηκε μεταπολεμικά. Στις αρχές του 1949 ανέλαβε εκ νέου την αρχηγία των Ενόπλων Δυνάμεων, πετυχαίνοντας να συντρίψει τον ΔΣΕ στις τελευταίες του βάσεις. Η συγκεκριμένη επιτυχία του είχε ως αποτέλεσμα να χριστεί στρατάρχης από τον βασιλιά Παύλο, μια τιμή που αποδόθηκε για πρώτη φορά σε Έλληνα αξιωματικό. Την επόμενη διετία, ο Παπάγος ανέλαβε ανώτατες θέσεις εντός του στρατεύματος, προετοιμαζόμενος να κατέλθει στον πολιτικό στίβο. Η απόφαση αυτή τον έφερε αντιμέτωπο με τους Αμερικανούς συμβούλους των ανακτόρων, αλλά και τον ίδιο τον βασιλιά. Με τον Παπάγο να αποτρέπει τη διενέργεια κινήματος από τους υποστηρικτές του και τον Παύλο να διατάζει τον Αρχηγό του ΓΕΣ, Θρασύβουλο Τσακαλώτο, να συλλάβει τον άνθρωπο που είχε προηγουμένως ονομάσει στρατάρχη, ο σπουδαίος αξιωματικός ανακοίνωσε τελικά το καλοκαίρι του 1951 την υποψηφιότητά του για τις προσεχείς εκλογές. Για να συμβεί αυτό, προηγήθηκαν δύο σημαντικές κινήσεις: ο Τσακαλώτος αγνόησε τη διαταγή του ανώτατου πολιτειακού άρχοντα και σπουδαίοι πολιτικοί όπως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος και ο Σπυρίδων Μαρκεζίνης τέθηκαν στο πλευρό του Παπάγου. Με αυτά τα δεδομένα, έπειτα από ένα έτος στην αντιπολίτευση, ο στρατάρχης αναδείχθηκε νικητής των εκλογών του 1952, παραμένοντας πρωθυπουργός έως τον μυστηριώδη θάνατό του, στις 4 Οκτωβρίου 1955. Η διακυβέρνησή του χαρακτηρίστηκε από την οικονομική ανάπτυξη της χώρας, την επιδείνωση των σχέσεων με τη Βρετανία λόγω του Κυπριακού Ζητήματος και την τεταμένη σχέση της κυβέρνησης με το παλάτι και την Αριστερά. Ήδη από τη δεκατία του 1940, ο διεθνής Τύπος τον συνέκρινε με τον σπουδαίο Γάλλο στρατηγό Σαρλ Ντε Γκωλ.


Βιβλιογραφία
Αλέξανδρος Παπάγος, Ο πόλεμος τής Ελλάδος 1940-1941, Ίδρυμα Γουλανδρή – Χόρν, Αθήνα 1995
Γεώργιος Λεονταρίτης, Ο Παπάγος, το στέμμα, και οι Άγγλοι, Προσκήνιο, Αθήνα 2003
Νικόλαος Δεπάστας, Αλέξανδρος Παπάγος, 1883-1955: Ο στρατιώτης, ο πολιτικός, ο άνθρωπος, Γενικό Επιτελείο Στρατού, Αθήνα 1980
 



Παρασκευή 1 Μαΐου 2020

Μάρκος Αυρήλιος: όταν οι φιλόσοφοι βασιλεύουν και παράλληλα στρατηγούν

Γράφει ο Μανώλης Πέπονας.




Ο Μάρκος Αυρήλιος γεννήθηκε το 121 στη Ρώμη, όντας γόνος αριστοκρατικής οικογένειας. Από την παιδική του ηλικία μαθήτευσε δίπλα στους σημαντικότερους λογίους της εποχής: τον γεωμέτρη Άνδρων, τους ρήτορες Κάνινο Κέλερ και Ηρώδη Αττικό, καθώς επίσης τους φιλολόγους Αλέξανδρο Κοτυεύ και Μάρκο Κορνήλο Φρόντων. Ο μελλοντικός αυτοκράτορας λάτρεψε τη Στωική Φιλοσοφία, ιδίως δε τις διδαχές του Επικτήτου. Με αυτά τα πνευματικά εφόδια, ο Μάρκος Αυρήλιος ήταν έτοιμος να διαδεχθεί τον θετό του πατέρα, Αντωνίνο Πίο, το 161.

Ήδη από την έναρξη της θητείας του, ο νέος αυτοκράτορας απέδειξε τη σύνεσή του, ζητώντας να μοιραστεί την εξουσία με τον αδελφό του, Λεύκιο Βέρο. Ο τελευταίος έμεινε πιστός στον Μάρκο Αυρήλιο έως τον θάνατό του το 169, έχοντας δευτερεύουσα θέση στα ζητήματα διακυβέρνησης, αλλά πρωτεύοντας στις πολεμικές εκστρατείες. Ο Μάρκος Αυρήλιος από την πλευρά του, παρέμεινε αρχικά στη Ρώμη για να ανανεώσει το νομοθετικό σύστημα του κράτους του και να ενισχύσει ασθενείς ομάδες όπως οι δούλοι ή οι χήρες. Το κλίμα ματαιοδοξίας και διαφθοράς όμως της πρωτεύουσας ελάχιστα τον συγκινούσε. Προτίμησε λοιπόν να κατευθυνθεί στα πεδία των μαχών, φροντίζοντας για την ασφάλεια των πολιτών του.



Ο κύριος αντίπαλος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν εκείνη την περίοδο οι Πάρθοι. Εναντίον τους κατευθύνθηκε ο Λεύκιος Βέρος, ο οποίος τους νίκησε το 166. Η επιστροφή των Ρωμαίων στρατιωτών συνδυάστηκε με το ξέσπασμα μιας καταστροφική πανδημίας που διήρκεσε για αρκετές δεκαετίες, κοστίζοντας τη ζωή σε εκατομμύρια ανθρώπους συμπεριλαμβανομένων τελικά των δύο αυτοκρατόρων. Παράλληλα με την πανδημία και τους Πάρθους, ο Μάρκος Αυρήλιος είχε να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις των γερμανικών φυλών στη Γαλατία και τον Δούναβη. Έτσι, έως το τέλος της ζωής του (το 180), ο φιλόσοφος-αυτοκράτορας ασχολήθηκε ακριβώς με την απόκρουση των εν λόγω επιδρομών. 

Οδηγώντας ο ίδιος τους άνδρες του στα πεδία των μαχών, αγάπησε τον λιτό στρατιωτικό τρόπο ζωής και αφιέρωσε τον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο του στη μελέτη της φιλοσοφίας. Όταν μάλιστα επισκέφθηκε την Αθήνα -έπειτα από μια αποτυχημένη εξέγερση εναντίον του στην Ανατολή- ο αυτοκράτορας απέδειξε έμπρακτα τον σεβασμό του έναντι της παρηκμασμένης πλέον ελληνικής πόλης. Κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Μάρκος Αυρήλιος μετέβη στον Δούναβη σχεδιάζοντας μια μεγάλης έκτασης εκστρατεία με αντικειμενικό στόχο την κατάληψη της Βοημίας. Μια ενδεχόμενη επιτυχία του θα επέφερε ουσιαστικά την απαλλαγή της Ρώμης από τον γερμανικό κίνδυνο για αρκετές δεκαετίας, η μοίρα όμως δεν επέτρεψε την εκπλήρωση των σχεδιασμών· ο Μάρκος Αυρήλιος προσεβλήθη από τη μαινόμενη πανδημία και πέθανε το 180. Η τελευταία του απόφαση, να εγκαταλείψει δηλαδή την εξ υιοθεσίας διαδοχή και να χρίσει ως διάδοχο τον γιο του Κόμμοδο, απεδείχθη η χειρότερη επιλογή της βασιλείας του αφού εκείνος έπασχε από ψυχικές διαταραχές, μη δυνάμενος συνεπώς να συνεχίσει το νουνεχές έργο του πατέρα του.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, ο Μάρκος Αυρήλιος λάμβανε την απαραίτητη ώθηση να ασκεί με σύνεση τα καθήκοντά του από τη Στωική Φιλοσοφία. Οι επιρροές του διαφαίνονται στο μοναδικό του έργο, το «Τα Εις Εαυτόν», το οποίο συνέγραψε την περίοδο 170-180. Μέσα σε αυτό, οι ιδέες του διατυπώθηκαν με σαφήνεια, δίχως περιττά λογοτεχνικά τεχνάσματα. Μεταξύ άλλων, ο αυτοκράτορας υπογράμμιζε τη σημασία της ευθύνης του ατόμου ακόμη και εντός ενός διεφθαρμένου κόσμου, μα παράλληλα την αξία της φιλευσπλαχίας και της συγχώρεσης. Για εκείνον, απέναντι στην κακία ή τις διακυμάνσεις της τύχης το άτομο οφείλει να στέκει ακλόνητο, καθώς από τη φύση πλάστηκε να αντέχει. Επρόκειτο για διδαχές αρκετά χρήσιμες, οι οποίες επηρέασαν επί αιώνες αρκετούς ηγεμόνες.


Βιβλιογραφία
Van Ackeren, Marcel. A Companion to Marcus Aurelius, Malden, Νέα Υόρκη 2012.
Stertz, Stephen A. "Marcus Aurelius as Ideal Emperor in Late-Antique Greek Thought", στο: The Classical World, 70:7 (1977), σ. 433–39
Gilliam, J. F. "The Plague under Marcus Aurelius", στο: American Journal of Philology, 82.3 (1961), σ. 225–51
Reed, J. Eugene. The Lives of the Roman Emperors and Their Associates from Julius Cæsar (B.C. 100) to Agustulus (A.D. 476), Gebbie & Company, Φιλαδέλφεια 1883.
McLynn, Frank. Marcus Aurelius: A Life, Da Capo Press, Νέα Υόρκη 2009.


 

Σάββατο 11 Απριλίου 2020

Παύλος Γύπαρης: ήρωας του Μακεδονικού Αγώνα ή “τραμπούκος του Βενιζέλου”;


Γράφει ο Μανώλης Πέπονας.



Ελάχιστα πρόσωπα σκιαγραφήθηκαν με τόσο αμφιλεγόμενο τρόπο από την ελληνική ιστοριογραφία όσο ο -γεννημένος το 1882, στην Ασή Γωνιά Χανίων- Παύλος Γύπαρης. Ο εν λόγω άνδρας συμμετείχε σε νεαρή ηλικία στον Μακεδονικό Αγώνα, λαμβάνοντας λαμπρές διακρίσεις ιδίως στη Μάχη των Ασπρογείων (1906). Εκεί, λίγοι Κρήτες αντάρτες αντιμετώπισαν με επιτυχία ένα πολυάριθμο απόσπασμα του Οθωμανικού Στρατού, ευρισκόμενοι σε ιδιαίτερα δυσμενή θέση. Τα αποτελέσματα της σύγκρουσης χαιρετίστηκαν από τον αθηναϊκό Τύπο, μα και άλλους Έλληνες καπετάνιους όπως ο Εμμανουήλ Κατσίγαρης. 

Η σημαντικότερη σχέση στη ζωή του Κρητός οπλαρχηγού ήταν αυτή με τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Ο Γύπαρης γνώρισε τον μετέπειτα πρωθυπουργό στην ιδιαίτερη πατρίδα του στις αρχές του 20ου αιώνα και έγινε σύντομα πιστός οπαδός, φίλος και αρχηγός της άτυπης φρουράς του. Από αυτή τη θέση αποχώρησε μόνο για να συμμετάσχει στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913), τον Βορειοηπειρωτικό Αγώνα (1914) και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατά τη διάρκεια του τελευταίου πολέμησε στο Δυτικό Μέτωπο ως επικεφαλής ελληνικού εθελοντικού σώματος. Παράλληλα, πρωτοστάτησε σε πράξεις τρομοκρατίας εις βάρος των αντιβενιζελικών, με πλέον σημαντική τη δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη. Οι πράξεις του Γύπαρη και των ανδρών του υπήρξαν τόσο βίαιες, ώστε προκάλεσαν τις αντιδράσεις όχι μόνο των αντιπάλων, μα και των συνεργατών του Βενιζέλου.




Ο σπουδαίος Κρης πολιτικός απεβίωσε το 1936, η θυελλώδης όμως πορεία του πιστού ακολούθου του συνεχίστηκε. Συγκεκριμένα, ο Γύπαρης έλαβε μέρος στη μάχη της Κρήτης (1941) και στις εμφύλιες συγκρούσεις που ακολούθησαν την απελευθέρωση της χώρας από τις δυνάμεις του Άξονα, ενώ αργότερα πολιτεύτηκε στα Χανιά υπό την ηγεσία του Σοφοκλή Βενιζέλου. Την ίδια εποχή ξεκίνησε με επιτυχία την έκδοση μιας σειράς συγγραμμάτων. Πέθανε στην Αθήνα το 1966.




Τί ήταν λοιπόν ο Γύπαρης; Ένας ήρωας του βενιζελικού (κι όχι μόνο) χώρου ή μία από τις πολλές εξτρεμιστικές προσωπικότητες του ταραγμένου εκείνου καιρού; Πιθανότατα μια απάντηση δεν είναι ούτε εύκολο μα ούτε και σκόπιμο να δοθεί. Εκτός των άλλων εξάλλου, ο Γύπαρης υπήρξε ένας άνθρωπος της πολεμικής δράσης, αλλά όχι μόνο αυτής: γνώριζε άριστα γαλλικά, αποτύπωνε αριστοτεχνικά τις περιπέτειές του σε ομοιοκατάληκτα ποιήματα και ήταν πολυγραφότατος. Ο βίος του αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας εποχής γεμάτης εντάσεις, η οποία όμως οδήγησε σε εκείνο που αποκάλεσε αριστοτεχνικά ο Γιάννης Βούλγαρης ως “μια χώρα παραδόξως νεωτερική”.

Βιβλιογραφία

Ανδρέας Γυπαράκης, Ο Καπετάν Παυλής Γύπαρης: απʹ ότι έχει γραφεί για τον Κρητικό πολέμαρχο, Αθήναι 1967
Παύλος Γύπαρης, Ελευθέριος Βενιζέλος. Ο Μέγας Δημιουργός, Αθήναι 1955, τ. 1
Douglas Dakin, The Greek struggle in Macedonia, 1897-1913, IMXA, Θεσσαλονίκη 1966
Βασίλης Γούναρης, "Ο Μακεδονικός Αγώνας", στο: Συλλογικό: Η Ελλάδα τον 20ό αιώνα: 1900-1910, Επτά Ημέρες της Καθημερινής, Αθήνα 1999


 

Δευτέρα 30 Μαρτίου 2020

Για τον Μανώλη Γλέζο (1922-2020)


Γράφει ο Μανώλης Πέπονας.




Έφυγε ο Μανώλης Γλέζος. Δεν πέθανε, αφού τέτοιοι άνθρωποι δεν γεννιούνται για να πεθάνουν. Οι πράξεις τους δεν είναι για τους τόπους αυτούς, για αυτές τις κοινωνίες. Υπερβαίνουν συνθήκες και συμβάσεις. Αγνοούν όχι μόνο τον ίδιο τον θάνατο, αλλά και τον φόβο που αυτός προκαλεί. Πράγματι, έφυγε ο Γλέζος, αλλά ο χαμός του δεν σημαίνει τίποτα παραπάνω από την ολοκλήρωση της φυσικής φθοράς της σάρκας. Γιατί η πνευματική του παρακαταθήκη δεν πεθαίνει, όσο κι αν οι καιροί μας δεν ενδείκνυνται για ήρωες.

Η ζωή του δεν μπορεί να χωρέσει σε μια-δυο σελίδες. Γεννήθηκε στη Νάξο τις μέρες της καταστροφής του 1922 και εργάστηκε ήδη από τα μαθητικά του χρόνια στην πρωτεύουσα. Με την ιταλική εισβολή ζήτησε να στρατευθεί, μα η ηλικία του δεν το επέτρεπε. Με τους Γερμανούς στην Αθήνα, ο Γλέζος αρνήθηκε να δουλώσει την ψυχή του. Μαζί με τον φίλο του, Απόστολο Σάντα, ανέβηκε στον βράχο της Ακρόπολης και αφαίρεσαν το απεχθές ναζιστικό σύμβολο από τον ιερό τόπο. Το χάραμα της 31ης Μαΐου 1941, η υπόδουλη Αθήνα ζούσε ακόμη υπό το βάρος του ζυγού, αλλά η σημαία του κατακτητή εξέλειπε. Μέχρι τη λήξη της Κατοχής, ο Γλέζος συνελήφθη αρκετές φορές, αντέχοντας σε κάθε βασανιστήριο.


Σάντας και Γλέζος μπροστά από την Ακρόπολη, αρκετά χρόνια μετά την απελευθέρωση.



Μεταπολεμικά, οι αριστερές του πεποιθήσεις του έφεραν νέες συμφορές. Έμεινε πολλά χρόνια στη φυλακή, καταδικάστηκε σε θάνατο. Τον υπερασπίστηκαν όχι μόνο ομοϊδεάτες του, αλλά και δεξιοί πολιτικοί όπως ο Σαρλ ντε Γκωλ. Δικάστηκε αρκετές φορές και εξορίστηκε ακόμη και όντας βουλευτής της ΕΔΑ. Εννέα απόπειρες δολοφονίας καταγράφηκαν εναντίον του, ενώ το 1967 το δικτατορικό καθεστώς δεν του επέτρεψε να παρευρεθεί στην κηδεία της μητέρας του. Η δράση του μάλιστα δεν ολοκληρώθηκε με την πτώση της Χούντας: εκτός των άλλων συμμετείχε στην αποστολή της ΑΕΚ το 1999, η οποία έδωσε ποδοσφαιρικό αγώνα εναντίον της Παρτιζάν Βελιγραδίου στη βομβαρδισμένη από το ΝΑΤΟ σερβική πρωτεύουσα. Η ακτιβιστική του δράση μάλιστα δεν περιορίστηκε εντός των ελληνικών συνόρων, συμπαραστεκόμενος σε λαούς όπως οι Σαχράουι της δυτικής Σαχάρας ή προεδρεύοντας του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα.

Ο Μανώλης Γλέζος έζησε 97 χρόνια γεμάτα συγκινήσεις και ένταση. Η σκιά της Ακρόπολης δεν θα τον σκεπάζει πλέον, θα θυμίζει όμως τη δράση του στην πλέον σκοτεινή περίοδο της ελληνικής ιστορίας.

Ας είναι ελαφρύ το χώμα.

Τρίτη 17 Μαρτίου 2020

Γρηγόρης Αυξεντίου: ο αγωνιστής της ελευθερίας της Κύπρου

Γράφει ο Μανώλης Πέπονας.



Ο Γρηγόρης Αυξεντίου αποτέλεσε μία από τις πλέον σημαίνουσες φυσιογνωμίες του αγώνα του κυπριακού λαού ενάντια στη βρετανική κυριαρχία. Γεννήθηκε στη Λύση το 1928 και μετέβη για τις γυμνασιακές του σπουδές στην Αμμόχωστο, κέντρο των οπαδών της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Έχοντας γαλουχηθεί στο πνεύμα του αντιαποικιακού και εθνικού αγώνα ήδη κατά τα παιδικά του χρόνια, σύντομα αποφάσισε να μεταβεί στην Ελλάδα για να ακολουθήσει στρατιωτική σταδιοδρομία. Ωστόσο, απέτυχε στις εισαγωγικές εξετάσεις της Σχολής Ευελπίδων, με αποτέλεσμα τα όνειρά του να κατακρημνιστούν πρόσκαιρα. Έτσι, αρκέστηκε να καταταγεί στον Ελληνικό Στρατό ως έφεδρος ανθυπολοχαγός, υπηρετώντας στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα.


Μετά το πέρας της θητείας του, ο Αυξεντίου επέστρεψε στην Κύπρο το 1952. Λίγα χρόνια αργότερα, ο αγώνας της ΕΟΚΑ θα ξεκινούσε και ο ίδιος επρόκειτο να ταχθεί εξ αρχής στη διάθεση της οργάνωσης. Συγκεκριμένα, στις 20 Ιανουαρίου 1955, ο 27χρονος τότε Κύπριος συναντήθηκε με τον Γεώργιο Γρίβα, δίνοντας τον όρκο της στρατιωτικής του τιμής. Τα πολεμικά πλάνα σύντομα τέθηκαν σε εφαρμογή, με τον Αυξεντίου να υπηρετεί ως τομεάρχης στην Αμμόχωστο, την Κυρήνεια και εν τέλει στην Πιτσιλιά. 


 Ο Αυξεντίου επιθυμούσε διακαώς να σταδιοδρομήσει στον Ελληνικό Στρατό.

Η πρώτη σημαντική δράση του Κύπριου αγωνιστή έλαβε χώρα στις 11 Δεκεμβρίου 1955, όταν οδήγησε σε σύγκρουση δύο βρετανικές φάλαγγες στις Σπηλιές. Την άνοιξη του επόμενου έτους, ο Αυξεντίου ανάρρωσε στη μονή του Μαχαιρά, πετυχαίνοντας να αποφύγει τη σύλληψη με δυσκολία μεταμφιεζόμενος σε καλόγερο. Στις 31 Δεκεμβρίου 1956, η ομάδα του έδωσε μάχη στο χωριό Ζωοπηγή. Εκεί, ο τομεάρχης τραυματίστηκε, ενώ ο αντάρτης Μάκης Γεωργάλλας έχασε τη ζωή του. Για τη γενικότερη δράση του ο Αυξεντίου επικηρύχτηκε με το ποσό των 5.000 λιρών.


Γενικότερα, ο Αυξεντίου σπάνια λάμβανε επαρκή μέτρα ασφαλείας. Δεν προκαλεί λοιπόν έκπληξη πως οι Βρετανοί εντόπισαν τα ίχνη του για μια ακόμη φορά, στις 3 Μαρτίου του 1957. Κοντά στη μονή Μαχαιρά επρόκειτο να δοθεί η τελευταία μάχη. Στην είσοδο του κρησφύγετού του, ο προδομένος Αυξεντίου αντιμετώπισε μόνος του για αρκετές ώρες στρατιώτες της Κοινοπολιτείας. Προηγουμένως, έδιωξε τους άνδρες του και απάντησε στις προτάσεις παράδοσης των διωκτών του με το λακωνικό “μολών λαβέ”. Μόνο ο Αυγουστής Ευσταθίου πέτυχε να εισέλθει στο κρησφύγετο, με πρόσχημα την απόδοση προτάσεων συνθηκολόγησης προς τον πολιορκούμενο, αρνούμενος έπειτα να εγκαταλείψει τον αρχηγό του. Τελικά, οι Βρετανοί αποφάσισαν να πυροπολήσουν το σημείο. Ο Ευσταθίου συνελήφθη επιχειρώντας απεγνωσμένη έξοδο, ο Αυξεντίου όμως κάηκε ζωντανός. Έκανε πράξη την αρχική του δήλωση προς τους αντιπάλους του: “Μάθατε πως πολεμούν οι Έλληνες, θα μάθετε και πως πεθαίνουν”.


Τελετή μνήμης στο κρησφύγετο του Αυξεντίου.

Ο θάνατός του συγκίνησε ανθρώπους που ανήκαν σε διαφορετικούς πολιτικούς χώρους. Ο Γιάννης Ρίτσος για παράδειγμα του αφιέρωσε το ποίημα “Αποχαιρετισμός”, το οποίο μεταξύ άλλων ανέφερε:

Γρηγόρης Αυξεντίου 29 χρονών.
Λέω τον αριθμό των χρόνων μου και κλαίω ξέροντας
πως θα τον προσθέσετε στη δόξα του έθνους μας
(ας μου συχωρεθεί κι αυτή μου η τελευταία αδυναμία).
Ακούω αυτόν τον αριθμό στα χείλη σας
και θάθελα να τον φιλήσω πάνω στα χείλη σας.
Ήμουν ίσως μικρός για τη δόξα – ίσως μικρός για μια τέτοια ευτυχία. Μια πράξη σωστή είναι το πήδημα του ανθρώπου έξω απ’ τη μοναξιά.
Είναι το σφίξιμο χιλιάδων χεριών κι ο όρκος όλων.
Είμαι έτοιμος.
Δε δέχομαι, όχι, τη θυσία για το θάνατο. Τη δέχομαι
Μονάχα για τη ζωή – για μια ζωή που πια δε θα
Απαιτεί καμιά θυσία. Είμαι έτοιμος.

Πράγματι, η θυσία του Αυξεντίου υπήρξε το επιστέγασμα ενός έντιμου βίου, πλήρως αφοσιομένου στα ιδανικά της ελευθερίας και της αυτοδιάθεσης.


Βιβλιογραφία
Καρκαλέτσης, Σταύρος Γ. ΕΟΚΑ 1955-1959: Οι μαχητές της Κύπρου εναντίον της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, Αθήνα: Περισκόπιο, 2003.
Ευσταθίου, Αυγουστής. Αυγουστής Ευσταθίου: Ο ματρόζος της ΕΟΚΑ και της Κύπρου, Λευκωσία: Εκδόσεις Επιφανίου, 2012.
Ιακωβίδης, Νίκος Π. Η υπέρλαμπρη όψη της ΕΟΚΑ, Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη, 2009
Richter, Heinz A. Ιστορία της Κύπρου: 1950-1959, Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2011



Για πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με την ΕΟΚΑ και τον αρχηγό της, μπορείτε να κατεβάσετε ελεύθερα το e-book Ο Διγενής και η Χούντα πατώντας εδώ.

Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2019

Πτέραρχος Κουρτ Στούντεντ: Ο “πατέρας” του Σώματος Αλεξιπτωτιστών



Γράφει ο Μανώλης Πέπονας.



Ο Κουρτ Στούντεντ (Kurt Arthur Benno Student) γεννήθηκε στο Μπίρκχολντζ το 1890 και κατετάγη στον Πρωσικό Στρατό το 1910. Συμμετείχε ως πιλότος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, εκτελώντας παρακινδυνευμένες αποστολές στο Δυτικό Μέτωπο. Στην εν λόγω σύρραξη σημείωσε έξι καταρρίψεις, τραυματίστηκε δε σοβαρά το 1917.

Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, ο Γερμανός αξιωματικός γοητεύτηκε από τη στρατιωτική χρήση των αλεξιπτώτων παρακολουθώντας σχετικές επιδείξεις στη Σοβιετική Ένωση. Έχοντας την εύνοια του Χέρμαν Γκαίρινγκ, ο Στούντεντ ανέλαβε το καλοκαίρι του 1938 τη διοίκηση της 7ης Αερομεταφερόμενης Μεραρχίας, της πρώτης δηλαδή γερμανικής δύναμης αλεξιπτωτιστών.

Οι άνδρες του Στούντεντ χρησιμοποιήθηκαν αρχικά σε μικρές καταδρομικές επιχειρήσεις στη Σκανδιναβική Χερσόνησο την άνοιξη του 1940. Έπειτα, έλαβαν δράση τον Μάιο του ίδιου έτους στο Βέλγιο και την Ολλανδία, καταλαμβάνοντας κόμβους στρατηγικής σημασίας. Στο Ρότερνταμ ο Στούντεντ τραυματίστηκε σοβαρά, παρασημοφορήθηκε δε για την κατάληψη του βελγικού οχυρού Εμπέν Εμαέλ από τους άνδρες του.

 Η εκτέλεση αμάχων στο χωριό Κοντομαρί της Κρήτης αποτελεί ένα από τα κύρια εγκλήματα πολέμου στα οποία ενεπλάκη ο Στούντεντ.

Η σημαντικότερη αποστολή για τους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές έλαβε χώρα τον Μάιο του 1941. Επρόκειτο για την προσπάθεια κατάληψης της Κρήτης, την πρώτη ευρείας έκτασης αεραποβατική επιχείρηση στην παγκόσμια ιστορία. Παρά την επιτυχία τους, οι άνδρες του Στούντεντ υπέστησαν σοβαρές απώλειες από τους τακτικούς ή άτακτους αντιπάλους τους. Ο ίδιος ο πτέραρχος υπέγραψε τη διαταγή εκτέλεσης σκληρών αντιποίνων εναντίον του αμάχου πληθυσμού, όπως αυτά που διενεργήθηκαν στο Κοντομαρί και στην Κάνδανο. Οι παραπάνω ενέργειες αντέβαιναν πλήρως το πολεμικό δίκαιο.

Μετά τη μάχη της Κρήτης, οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές χρησιμοποιήθηκαν ως επίλεκτο πεζικό, πολεμώντας στην Ιταλία, τη Γαλλία και την Ολλανδία. Ο Στούντεντ συνελήφθη από τους Βρετανούς στο Σχλέσβιγκ-Χολστάιν τον Απρίλιο του 1945. Δύο χρόνια αργότερα παραπέμφθηκε σε δίκη ως εγκληματίας πολέμου, παρά όμως την καταδίκη του απελευθερώθηκε το 1948. Απεβίωσε το 1978 στο χωριό Λέμγκο.

Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2019

Ο πολυκύμαντος βίος του Αντουάν - Ανρί Ζομινί


Γράφει ο Μανώλης Πέπονας.





Ο Ζομινί γεννήθηκε στο Παγιέρν της Ελβετίας το 1779, όντας γόνος εύρωστης φιλογαλλικής οικογένειας με ιταλικές καταβολές. Παρότι από νεαρή ηλικία εκδήλωσε ενδιαφέρον για τη στρατιωτική ζωή, εστάλη από τον πατέρα του σε εμπορική σχολή με σκοπό να ακολουθήσει επιχειρηματική σταδιοδρομία. Εργαζόμενος στον τομέα των τραπεζών, ο Ζομινί μετακόμισε στο Παρίσι το 1796, με τις εμπειρίες του εκεί να μεγιστοποιούν τη θέλησή του να καταταγεί στον στρατό.

Πράγματι, το 1798 ιδρύθηκε η Ελβετική Δημοκρατία και ο 19χρονος Αντουάν-Ανρί ανέλαβε υπηρεσία ως αξιωματικός στο Υπουργείο Πολέμου του νεοσύστατου κράτους. Αποκτώντας εμπειρίες στο ελβετικό επιτελείο, ο Ζομινί διακρίθηκε για τις νεοτερικές ιδέες του στην οργάνωση του στρατεύματος. Έπειτα, το 1801, μετέβη εκ νέου στο Παρίσι για να εργαστεί σε ένα εργοστάσιο παραγωγής στρατιωτικού εξοπλισμού και να συγγράψει το πρώτο του έργο με τίτλο Traité des grandes operations militaires. Το τελευταίο έγινε σύντομα ιδιαίτερα δημοφιλές, αποσπώντας μεταξύ άλλων το ενδιαφέρον του Γάλλου στρατηγού Μισέλ Νεΰ.

Ο Μισέλ Νεΰ, πάτρωνας του Ζομινί, υπήρξε ένας εκ των σπουδαιότερων στρατηγών του Ναπολέοντα.

Το 1805 ο Ζομινί εντάχθηκε στον Γαλλικό Στρατό, φέροντας τον βαθμό του συνταγματάρχη. Ακολουθώντας τον Νεΰ και τον Ναπολέοντα, ο Ελβετός αξιωματικός βρέθηκε στα πεδία κρίσιμων μαχών, όπως αυτά του Ουλμ (1805), της Ιένας (1806) και του Άιλαου (1807). Οι συμβουλές του προς τους ανωτέρους απεδείχθησαν ιδιαίτερα χρήσιμες, τον έφεραν όμως αντιμέτωπο με την καχυποψία αρκετών συναδέλφων του οι οποίοι εποφθαλμιούσαν τη θέση του.

Με το κλίμα εις βάρος του να επιδεινώνεται συνεχώς, ο Ζομινί αποφάσισε να αλλάξει στρατόπεδο: το 1807 κατετάγη στον Ρωσικό Στρατό, παρά τις προσπάθειες του Ναπολέοντα να τον μεταπείσει. Κατά τα επόμενα έτη μάλιστα ο Ελβετός στοχαστής διατήρησε τη θέση του τόσο στον Γαλλικό όσο και στον Ρωσικό Στρατό, έως ότου η συμπεριφορά ορισμένων Γάλλων στρατηγών εναντίον του τον οδήγησαν να κατευθυνθεί οριστικά προς την Αγία Πετρούπολη. Στη ρωσική πρωτεύουσα έλαβε τον βαθμό του αντιστρατήγου, προσεκλήθη δε στο επιτελείο του τσάρου. Παρά τις κατηγορίες των πρώην συναδέλφων του για προδοσία, ο Ζομινί αρνήθηκε να συμμετάσχει στην εισβολή στη Γαλλία και το 1815 -μετά την ήττα της τελευταίας- προσπάθησε μάταια να σώσει τη ζωή του πάτρωνά του, στρατηγού Νεΰ.

Ο Ζομινί σε μεγάλη ηλικία, ως στρατηγός του Ρωσικού Στρατού.

Μετά την πτώση του Ναπολέοντα, ο Ελβετός αξιωματικός συνέχισε τη σταδιοδρομία του. Προαχθείς στον βαθμό του στρατηγού το 1823, αφιερώθηκε στην εκπαίδευση του διαδόχου Νικολάου και την οργάνωση της ρωσικής σχολής αξιωματικών (Ακαδημία Νικολάου), ενώ συμμετείχε στον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο των ετών 1828-1829. Το 1829 εγκαταστάθηκε μόνιμα στις Βρυξέλες, συγγράφοντας και παρέχοντας τις υπηρεσίες του ως σύμβουλος σε διάφορους ηγεμόνες. Το 1838 εκδόθηκε το γνωστότερο έργο του, Précis de l'Art de la Guerre. Απεβίωσε το 1869, οι ιδέες του όμως συνεχίζουν να επηρεάζουν αξιωματικούς και επιστήμονες σε ολόκληρο τον κόσμο.



Πηγές
Hittle, J.D. (1958). Jomini and His Summary of the Art of War. Harrisburg, PA: Military Service Publishing Co

Jomini, Antoine-Henri (2015). Η Τέχνη του Πολέμου, Αθήνα: ΓΕΕΘΑ

Shy, John (1986). "Jomini", στο: Paret, Peter (επιμ.). Makers of Modern Strategy: From Machiavelli to the Nuclear Age. Princeton: Princeton University Press

Elting, John R. "Jomini: Disciple of Napoleon?", στο: Military Affairs, Spring 1964, pp. 17–26

Μ.Π.


Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2019

Όταν ο Αναγνωστάκης έγραψε τον ομορφότερο όρκο του ιστορικού

Γράφει ο Μανώλης Πέπονας.



Ο Μανώλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε το 1925 στη Θεσσαλονίκη, όντας γόνος δημοκρατικής οικογένειας καταγόμενης από την περιοχή του Ρεθύμνου. Με τον παππού του να έχει διατελέσει βουλευτής του κόμματων των Φιλελευθέρων, ο ίδιος συμμετείχε στο αντιστασιακό κίνημα κατά του Άξονα ως μέλος της ΕΠΟΝ. Την ίδια περίοδο ξεκίνησε να ασχολείται ενεργά με την ποίηση, οριζόμενος μεταξύ άλλων αρχισυντάκτης του περιοδικού Ξεκίνημα. Όπως αποδείχθηκε, η τέχνη και η πολιτική καθόρισαν τη ζωή του, προσφέροντάς της δημιουργικότητα μα και πολλές απογοητεύσεις.

Με τον Εμφύλιο Πόλεμο να μαίνεται, ο Αναγνωστάκης φυλακίστηκε το 1948 λόγω της αριστερής του ιδεολογίας. Παρότι όμως το επόμενο έτος καταδικάστηκε σε θάνατο, η ποινή δεν έμελλε να πραγματοποιηθεί: το 1951 ο ποιητής πέτυχε να αποφυλακιστεί χάρις τη γενική αμνηστία που χορήγησε η κυβέρνηση του Πλαστήρα. Τη διετία 1955-1956 μετέβη στη Βιέννη για να μετεκπαιδευτεί ως ακτινολόγος, επιστρέφοντας έπειτα στη Θεσσαλονίκη για να εργαστεί. Τα έτη από την αποφυλάκισή του έως την πτώση της Χούντα υπήρξαν τα πλέον γόνιμα, καθώς τότε εκδόθηκαν τα περισσότερα ποιήματά του. Παράλληλα, αποτέλεσε μέλος του ΚΚΕ κι έπειτα του ΚΚΕ Εσωτερικού, αναπτύσσοντας αντιδικτατορική δράση.

Η πένα του Αναγνωστάκη ήταν ανέκαθεν άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιστορία. Προϊόν και συνάμα ενεργός παράγοντας των κοινωνικών εξελίξεων, ο ποιητής συνήθιζε να αναπαριστά αριστοτεχνικά τις εικόνες των μελλοθανάτων, τις εμφυλιακές πόλεις και τις αξίες που μετέβαλλε ο πόλεμος. Η τέχνη του μάλιστα προσέγγισε τόσο συναισθηματικά το παρελθόν, ώστε κατάφερε να προσδώσει στον αναγνώστη ολόκληρη την ψυχοσύνθεση των σκαιών υποκειμένων.

Από τα έργα του ξεχωρίζει ίσως το παρακάτω απόσπασμα, το οποίο φαντάζει όρκος και συνάμα υπόμνηση του καθήκοντος του ιστορικού:


Μιλῶ γιὰ τὰ τελευταῖα σαλπίσματα τῶν νικημένων στρατιωτῶν
Γιὰ τὰ κουρέλια ἀπὸ τὰ γιορτινά μας φορέματα
Γιὰ τὰ παιδιά μας ποὺ πουλᾶν τσιγάρα στοὺς διαβάτες
Μιλῶ γιὰ τὰ λουλούδια ποὺ μαραθήκανε στοὺς τάφους καὶ τὰ σαπίζει ἡ βροχὴ
Γιὰ τὰ σπίτια ποὺ χάσκουνε δίχως παράθυρα σὰν κρανία ξεδοντιασμένα
Γιὰ τὰ κορίτσια ποὺ ζητιανεύουν δείχνοντας στὰ στήθια τὶς πληγές τους
Μιλῶ γιὰ τὶς ξυπόλυτες μάνες ποὺ σέρνονται στὰ χαλάσματα
Γιὰ τὶς φλεγόμενες πόλεις τὰ σωριασμένα κουφάρια στοὺς δρόμους
Τοὺς μαστρωποὺς ποιητὲς ποὺ τρέμουνε τὶς νύχτες στὰ κατώφλια
Μιλῶ γιὰ τὶς ἀτέλειωτες νύχτες ὅταν τὸ φῶς λιγοστεύει τὰ ξημερώματα
Γιὰ τὰ φορτωμένα καμιόνια καὶ τοὺς βηματισμοὺς στὶς ὑγρὲς πλάκες
Γιὰ τὰ προαύλια τῶν φυλακῶν καὶ γιὰ τὸ δάκρυ τῶν μελλοθανάτων.


Μέσα στους ελάχιστους αυτούς στίχους ο ποιητής από τη Θεσσαλονίκη έθεσε τον πρωτοπρόσωπο καλλιτέχνη -κι ο ιστορικός είναι σίγουρα εν μέρη τέτοιος- ενώπιον του κοινωνικού του ρόλου. Τον ράπισε με άλλη μια ευθύνη: να μιλάει για τους ανθρώπους της ήττας, της φτώχειας, του περιθωρίου. Τον ανάγκασε να περιπλανιέται σε βομβαρδισμένες τοποθεσίες σκυλεύοντας άοπλα κουφάρια. Τον οδήγησε δηλαδή στη δημιουργία μιας προσωπικής, άρα ιδιότυπης, ιστορίας “από τα κάτω”. Κι έτσι, αυτή η συμβολή του Αναγνωστάκη υπήρξε καίρια όχι μόνο για την ποίηση, μα και για την ιστοριογραφία.


Υ.Γ.: Ο Αναγνωστάκης πέθανε στην Αθήνα το 2005. Τα τελευταία 30 περίπου χρόνια της ζωής του είχε εγκαταλείψει απογοητευμένος τη Θεσσαλονίκη, την ποίηση και την πολιτική.


Μ.Π.

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2019

Οι σχέσεις της προφορικής ιστορίας με τη λαογραφία μέσα από το έργο «Η Φωνή του Παρελθόντος»

Γράφει ο Μανώλης Πέπονας.



O Πωλ Τόμπσον γεννήθηκε το 1935 στη Βρετανία και σπούδασε ιστορία και κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Το 1964 υποστήριξε τη διδακτορική του διατριβή, η οποία αφορούσε τους πρώτους πυρήνες του Εργατικού Κόμματος του Λονδίνου (1885-1914). Άμεσα τοποθετήθηκε λέκτορας κοινωνιολογίας στο νεοσύστατο πανεπιστήμιο του Έσσεξ όπου παραμένει ως σήμερα. Έχοντας αναλάβει αρκετά ερευνητικά προγράμματα, ο Τόμπσον θεωρείται ως ο πλέον διάσημος ίσως θιασώτης της προφορικής ιστορίας. Ήταν από τους ιδρυτές της Oral History Society (1971) και της Εθνικής Συλλογής Ιστοριών Ζωής (1987). Κύριο ενδιαφέρον του αποτελεί η μελέτη της ιστορίας της οικογένειας.

Το βιβλίο “The Voice of the Past” εκδόθηκε αρχικά το 1978 από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις της Οξφόρδης, σε μια περίοδο δηλαδή έντονης παραγωγικότητας για τον Τόμπσον. Το κλίμα του Ψυχρού Πολέμου δεν φαίνεται να τον επηρεάζει έκδηλα, παρότι οι αναφορές στη Σοβιετική Ένωση είναι ελάχιστες. Ο εν λόγω ακαδημαϊκός εξάλλου έως σήμερα δεν έχει αναπτύξει κάποια ιδιαίτερη ακτιβιστική δράση, με εξαίρεση βέβαια την ίδια την ιστορία που δημιουργεί. Από τα χρόνια εκείνα ο Τόμπσον εργάζεται πάνω στη συγκρότηση ομάδων προφορικής ιστορίας αποτελούμενων συνήθως από μη επαγγελματίες ιστορικούς -επρόκειτο για μια τακτική κατά τα πρότυπα του History Workshop, την οποία ακολουθεί μεταξύ άλλων και η ελληνική Ένωση Προφορικής Ιστορίας. Το καταστάλαγμα της εμπειρίας του 43χρονου τότε καθηγητή, συνοδευόμενο από πρακτικές συμβουλές και ιστοριογραφικές αναλύσεις, αποτελεί ακριβώς το περιεχόμενο του βιβλίου.

Το τελευταίο αποτελείται από εννέα κεφάλαια στα οποία ξεχωρίζει μια κεντρική ιδέα: η προφορική ιστορία είναι μια ιστορία δημόσια, προερχόμενη από “τα κάτω” και με στόχευση “στα κάτω”. Επιπρόσθετα, οι προφορικές πηγές οφείλουν να θεωρούνται ισάξιες σε κύρος με τα γραπτά κείμενα, ενώ ο συγγραφέας θεωρεί πως τα πρωτεία των εγγράφων έναντι των προφορικών πηγών οφείλονται κυρίως στις ιστοριογραφικές στροφές του 19ου αιώνα που συνέπεσαν (ή εν πολλοίς προκάλεσαν) την επαγγελματοποίηση της ιστορίας. Ο κύριος αγώνας του Τόμπσον δεν είναι άλλος από αυτόν της αναγνώρισης της προφορικής ιστορίας από τους ακαδημαϊκούς φορείς. Κι αν κάτι τέτοιο σήμερα θεωρείται περίεργο, το 1978 προφανώς και δεν ήταν.

Σε ένα πλαίσιο ανασκόπησης, ο Τόμπσον προσεγγίζει τη λαογραφία, καθώς αυτή πρώτη ασχολήθηκε με τη μελέτη της προφορικότητας. Θεωρεί πως ο ρομαντισμός ήταν αυτός που ανέθρεψε τόσο την αρχειακή μέθοδο όσο τις πρώτες λαογραφικές προσπάθειες που σύντομα απέκτησαν ιστορικό περιεχόμενο. Οπωσδήποτε ο συγγραφέας αναγνωρίζει τις κατά τόπους ιδιαιτερότητες: στη δυτική Ευρώπη για παράδειγμα τις λαογραφικές συλλογές ακολούθησε η πιο εκλεπτυσμένη μεθοδολογία της εθνολογίας, ενώ σταδιακά η λαογραφία άρχισε σε ορισμένες χώρες να αναζητά μια κάποια χαμένη εθνική «ψυχή». Η αναζήτηση αυτή είχε ολέθρια αποτελέσματα όταν συνδυάστηκε με τον ναζισμό, πράγμα που μετέπειτα οδήγησε στη δυσφήμιση της συγκεκριμένης επιστήμης. Έτσι, στη Γερμανία η προφορική ιστορία άργησε να αναπτυχθεί, αφού από τη μια πλευρά οι συγγενείς επιστήμες βρίσκονταν υπό καθεστώς καταίσχυνσης, ενώ από την άλλη ο λαός αποφάσισε πως ήταν προτιμότερο να θάψει το παρελθόν του.

Ομοίως, σύμφωνα με τον Τόμπσον, στη Βρετανία η λαογραφία συνδέθηκε με τα εθνικά κινήματα: λ.χ. η ιρλανδική κυβέρνηση άρχισε το 1930 να επιδοτεί τη συγκέντρωση υλικού, ενώ το 1935 ίδρυσε το Ιρλανδικό Λαογραφικό Ινστιτούτο. Ανάλογες κινήσεις σημειώθηκαν στην Ουαλία και τη Σκωτία.
Κατά τον Μεσοπόλεμο επίσης, η θεωρία του Μαλινόφσκι κυριαρχούσε. Ο τελευταίος υποστήριζε -σύμφωνα με τον Βρετανό ιστορικό- πως οι προφορικές παραδόσεις, ακριβώς επειδή ο κύριος ρόλος τους είναι να νομιμοποιήσουν και να εξηγήσουν το παρόν, δεν έχουν σχεδόν καμιά αξία ως ιστορική πηγή: ο μύθος δεν είναι «ούτε προϊόν της φαντασίας, ούτε μια περιγραφή ενός νεκρού παρελθόντος- υποδηλώνει μια ευρύτερη πραγματικότητα που είναι εν μέρει ακόμα ζωντανή». Οι κάπως αχρονικές προσεγγίσεις του Μαλινόφσκι και των επιγόνων του ξεπεράστηκαν μόνο βαθμιαία, τη στιγμή μάλιστα που η βρετανική ιστοριογραφική σκηνή μεταβαλλόταν ριζικά.

Έτσι, μόνο με τη σταδιακή εξέλιξη τόσο της λαογραφίας όσο και της ιστορίας -μια διαδικασία δηλαδή που όταν γραφόταν το βιβλίο βρισκόταν σε εξέλιξη- οι δύο επιστήμες ήρθαν πιο κοντά. Ακόμη όμως και το 1978 ο Τόμπσον σημείωνε:
«Συνοψίζοντας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η προφορική ιστορία αναπτύχθηκε εκεί όπου είχε διατηρηθεί κάποια παράδοση επιτόπιας έρευνας στην ίδια την ιστορία, όπως στην περίπτωση της πολιτικής ιστορίας, της ιστορίας της εργατικής τάξης και της τοπικής ιστορίας, ή όπου οι ιστορικοί ήρθαν σε επαφή με άλλους επιστημονικούς κλάδους που κάνουν χρήση επιτόπιας έρευνας, όπως η κοινωνιολογία, η ανθρωπολογία, η διαλεκτολογία και η λαογραφία».

Συμπερασματικά, το διαχρονικό έργο “Φωνές από το Παρελθόν” παρέχει θεωρητικές συμβολές και πρακτικές συμβουλές που μπορούν να βοηθήσουν κάθε σύγχρονο μελετητή της προφορικής ιστορίας, συγκροτώντας ένα πλαίσιο διεπιστημονικότητας και αρμονικής συνύπαρξης της τελευταίας με επιστήμες όπως η λαογραφία.

Ο Ζέρβας πριν τον ΕΔΕΣ

 Γράφει ο Μανώλης Πέπονας. Ο Ναπολέων Ζέρβας γεννήθηκε στην Άρτα, πόλη που έμελλε να εισέλθει ως ελευθερωτής μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου ...