Γράφει ο Μανώλης Πέπονας.
Ο
Μανώλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε το 1925
στη Θεσσαλονίκη, όντας γόνος δημοκρατικής
οικογένειας καταγόμενης από την περιοχή
του Ρεθύμνου. Με τον παππού του να έχει
διατελέσει βουλευτής του κόμματων των
Φιλελευθέρων, ο ίδιος συμμετείχε στο
αντιστασιακό κίνημα κατά του Άξονα ως
μέλος της ΕΠΟΝ. Την ίδια περίοδο ξεκίνησε
να ασχολείται ενεργά με την ποίηση,
οριζόμενος μεταξύ άλλων αρχισυντάκτης
του περιοδικού Ξεκίνημα. Όπως
αποδείχθηκε, η τέχνη και η πολιτική
καθόρισαν τη ζωή του, προσφέροντάς της
δημιουργικότητα μα και πολλές
απογοητεύσεις.
Με
τον Εμφύλιο Πόλεμο να μαίνεται, ο
Αναγνωστάκης φυλακίστηκε το 1948 λόγω
της αριστερής του ιδεολογίας. Παρότι
όμως το επόμενο έτος καταδικάστηκε σε
θάνατο, η ποινή δεν έμελλε να πραγματοποιηθεί:
το 1951 ο ποιητής πέτυχε να αποφυλακιστεί
χάρις τη γενική αμνηστία που χορήγησε
η κυβέρνηση του Πλαστήρα. Τη διετία
1955-1956 μετέβη στη Βιέννη για να μετεκπαιδευτεί
ως ακτινολόγος, επιστρέφοντας έπειτα
στη Θεσσαλονίκη για να εργαστεί. Τα έτη
από την αποφυλάκισή του έως την πτώση
της Χούντα υπήρξαν τα πλέον γόνιμα,
καθώς τότε εκδόθηκαν τα περισσότερα
ποιήματά του. Παράλληλα, αποτέλεσε μέλος
του ΚΚΕ κι έπειτα του ΚΚΕ Εσωτερικού,
αναπτύσσοντας αντιδικτατορική δράση.
Η
πένα του Αναγνωστάκη ήταν ανέκαθεν
άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιστορία.
Προϊόν και συνάμα ενεργός παράγοντας
των κοινωνικών εξελίξεων, ο ποιητής
συνήθιζε να αναπαριστά αριστοτεχνικά
τις εικόνες των μελλοθανάτων, τις
εμφυλιακές πόλεις και τις αξίες που
μετέβαλλε ο πόλεμος. Η τέχνη του μάλιστα
προσέγγισε τόσο συναισθηματικά το
παρελθόν, ώστε κατάφερε να προσδώσει
στον αναγνώστη ολόκληρη την ψυχοσύνθεση
των σκαιών υποκειμένων.
Από
τα έργα του ξεχωρίζει ίσως το παρακάτω απόσπασμα, το οποίο φαντάζει όρκος και
συνάμα υπόμνηση του καθήκοντος του
ιστορικού:
Μιλῶ γιὰ τὰ τελευταῖα σαλπίσματα τῶν νικημένων στρατιωτῶν
Γιὰ τὰ κουρέλια ἀπὸ τὰ γιορτινά μας φορέματα
Γιὰ τὰ παιδιά μας ποὺ πουλᾶν τσιγάρα στοὺς διαβάτες
Μιλῶ γιὰ τὰ λουλούδια ποὺ μαραθήκανε στοὺς τάφους καὶ τὰ σαπίζει ἡ βροχὴ
Γιὰ τὰ σπίτια ποὺ χάσκουνε δίχως παράθυρα σὰν κρανία ξεδοντιασμένα
Γιὰ τὰ κορίτσια ποὺ ζητιανεύουν δείχνοντας στὰ στήθια τὶς πληγές τους
Μιλῶ γιὰ τὶς ξυπόλυτες μάνες ποὺ σέρνονται στὰ χαλάσματα
Γιὰ τὶς φλεγόμενες πόλεις τὰ σωριασμένα κουφάρια στοὺς δρόμους
Τοὺς μαστρωποὺς ποιητὲς ποὺ τρέμουνε τὶς νύχτες στὰ κατώφλια
Μιλῶ γιὰ τὶς ἀτέλειωτες νύχτες ὅταν τὸ φῶς λιγοστεύει τὰ ξημερώματα
Γιὰ τὰ φορτωμένα καμιόνια καὶ τοὺς βηματισμοὺς στὶς ὑγρὲς πλάκες
Γιὰ τὰ προαύλια τῶν φυλακῶν καὶ γιὰ τὸ δάκρυ τῶν μελλοθανάτων.
Μέσα
στους
ελάχιστους αυτούς
στίχους ο ποιητής από τη Θεσσαλονίκη
έθεσε τον
πρωτοπρόσωπο καλλιτέχνη -κι ο ιστορικός
είναι σίγουρα εν μέρη τέτοιος- ενώπιον
του κοινωνικού του ρόλου. Τον ράπισε με άλλη
μια ευθύνη: να μιλάει για τους ανθρώπους
της ήττας, της φτώχειας, του περιθωρίου.
Τον ανάγκασε να περιπλανιέται σε
βομβαρδισμένες τοποθεσίες σκυλεύοντας
άοπλα κουφάρια. Τον οδήγησε δηλαδή στη
δημιουργία μιας προσωπικής, άρα ιδιότυπης,
ιστορίας “από τα κάτω”. Κι έτσι,
αυτή η συμβολή
του Αναγνωστάκη υπήρξε
καίρια όχι μόνο
για την ποίηση, μα και για την ιστοριογραφία.
Υ.Γ.: Ο
Αναγνωστάκης πέθανε στην Αθήνα το 2005.
Τα τελευταία 30 περίπου χρόνια της ζωής
του είχε εγκαταλείψει απογοητευμένος
τη Θεσσαλονίκη, την ποίηση και την
πολιτική.
Μ.Π.