Γράφει ο Μανώλης Πέπονας.
O Πωλ Τόμπσον γεννήθηκε το 1935 στη Βρετανία και σπούδασε ιστορία και κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Το 1964 υποστήριξε τη διδακτορική του διατριβή, η οποία αφορούσε τους πρώτους πυρήνες του Εργατικού Κόμματος του Λονδίνου (1885-1914). Άμεσα τοποθετήθηκε λέκτορας κοινωνιολογίας στο νεοσύστατο πανεπιστήμιο του Έσσεξ όπου παραμένει ως σήμερα. Έχοντας αναλάβει αρκετά ερευνητικά προγράμματα, ο Τόμπσον θεωρείται ως ο πλέον διάσημος ίσως θιασώτης της προφορικής ιστορίας. Ήταν από τους ιδρυτές της Oral History Society (1971) και της Εθνικής Συλλογής Ιστοριών Ζωής (1987). Κύριο ενδιαφέρον του αποτελεί η μελέτη της ιστορίας της οικογένειας.
Το βιβλίο “The Voice of the Past” εκδόθηκε αρχικά το 1978 από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις της Οξφόρδης, σε μια περίοδο δηλαδή έντονης παραγωγικότητας για τον Τόμπσον. Το κλίμα του Ψυχρού Πολέμου δεν φαίνεται να τον επηρεάζει έκδηλα, παρότι οι αναφορές στη Σοβιετική Ένωση είναι ελάχιστες. Ο εν λόγω ακαδημαϊκός εξάλλου έως σήμερα δεν έχει αναπτύξει κάποια ιδιαίτερη ακτιβιστική δράση, με εξαίρεση βέβαια την ίδια την ιστορία που δημιουργεί. Από τα χρόνια εκείνα ο Τόμπσον εργάζεται πάνω στη συγκρότηση ομάδων προφορικής ιστορίας αποτελούμενων συνήθως από μη επαγγελματίες ιστορικούς -επρόκειτο για μια τακτική κατά τα πρότυπα του History Workshop, την οποία ακολουθεί μεταξύ άλλων και η ελληνική Ένωση Προφορικής Ιστορίας. Το καταστάλαγμα της εμπειρίας του 43χρονου τότε καθηγητή, συνοδευόμενο από πρακτικές συμβουλές και ιστοριογραφικές αναλύσεις, αποτελεί ακριβώς το περιεχόμενο του βιβλίου.
Το τελευταίο αποτελείται από εννέα κεφάλαια στα οποία ξεχωρίζει μια κεντρική ιδέα: η προφορική ιστορία είναι μια ιστορία δημόσια, προερχόμενη από “τα κάτω” και με στόχευση “στα κάτω”. Επιπρόσθετα, οι προφορικές πηγές οφείλουν να θεωρούνται ισάξιες σε κύρος με τα γραπτά κείμενα, ενώ ο συγγραφέας θεωρεί πως τα πρωτεία των εγγράφων έναντι των προφορικών πηγών οφείλονται κυρίως στις ιστοριογραφικές στροφές του 19ου αιώνα που συνέπεσαν (ή εν πολλοίς προκάλεσαν) την επαγγελματοποίηση της ιστορίας. Ο κύριος αγώνας του Τόμπσον δεν είναι άλλος από αυτόν της αναγνώρισης της προφορικής ιστορίας από τους ακαδημαϊκούς φορείς. Κι αν κάτι τέτοιο σήμερα θεωρείται περίεργο, το 1978 προφανώς και δεν ήταν.
Σε ένα πλαίσιο ανασκόπησης, ο Τόμπσον προσεγγίζει τη λαογραφία, καθώς αυτή πρώτη ασχολήθηκε με τη μελέτη της προφορικότητας. Θεωρεί πως ο ρομαντισμός ήταν αυτός που ανέθρεψε τόσο την αρχειακή μέθοδο όσο τις πρώτες λαογραφικές προσπάθειες που σύντομα απέκτησαν ιστορικό περιεχόμενο. Οπωσδήποτε ο συγγραφέας αναγνωρίζει τις κατά τόπους ιδιαιτερότητες: στη δυτική Ευρώπη για παράδειγμα τις λαογραφικές συλλογές ακολούθησε η πιο εκλεπτυσμένη μεθοδολογία της εθνολογίας, ενώ σταδιακά η λαογραφία άρχισε σε ορισμένες χώρες να αναζητά μια κάποια χαμένη εθνική «ψυχή». Η αναζήτηση αυτή είχε ολέθρια αποτελέσματα όταν συνδυάστηκε με τον ναζισμό, πράγμα που μετέπειτα οδήγησε στη δυσφήμιση της συγκεκριμένης επιστήμης. Έτσι, στη Γερμανία η προφορική ιστορία άργησε να αναπτυχθεί, αφού από τη μια πλευρά οι συγγενείς επιστήμες βρίσκονταν υπό καθεστώς καταίσχυνσης, ενώ από την άλλη ο λαός αποφάσισε πως ήταν προτιμότερο να θάψει το παρελθόν του.
Ομοίως, σύμφωνα με τον Τόμπσον, στη Βρετανία η λαογραφία συνδέθηκε με τα εθνικά κινήματα: λ.χ. η ιρλανδική κυβέρνηση άρχισε το 1930 να επιδοτεί τη συγκέντρωση υλικού, ενώ το 1935 ίδρυσε το Ιρλανδικό Λαογραφικό Ινστιτούτο. Ανάλογες κινήσεις σημειώθηκαν στην Ουαλία και τη Σκωτία.
Κατά τον Μεσοπόλεμο επίσης, η θεωρία του Μαλινόφσκι κυριαρχούσε. Ο τελευταίος υποστήριζε -σύμφωνα με τον Βρετανό ιστορικό- πως οι προφορικές παραδόσεις, ακριβώς επειδή ο κύριος ρόλος τους είναι να νομιμοποιήσουν και να εξηγήσουν το παρόν, δεν έχουν σχεδόν καμιά αξία ως ιστορική πηγή: ο μύθος δεν είναι «ούτε προϊόν της φαντασίας, ούτε μια περιγραφή ενός νεκρού παρελθόντος- υποδηλώνει μια ευρύτερη πραγματικότητα που είναι εν μέρει ακόμα ζωντανή». Οι κάπως αχρονικές προσεγγίσεις του Μαλινόφσκι και των επιγόνων του ξεπεράστηκαν μόνο βαθμιαία, τη στιγμή μάλιστα που η βρετανική ιστοριογραφική σκηνή μεταβαλλόταν ριζικά.
Έτσι, μόνο με τη σταδιακή εξέλιξη τόσο της λαογραφίας όσο και της ιστορίας -μια διαδικασία δηλαδή που όταν γραφόταν το βιβλίο βρισκόταν σε εξέλιξη- οι δύο επιστήμες ήρθαν πιο κοντά. Ακόμη όμως και το 1978 ο Τόμπσον σημείωνε:
«Συνοψίζοντας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η προφορική ιστορία αναπτύχθηκε εκεί όπου είχε διατηρηθεί κάποια παράδοση επιτόπιας έρευνας στην ίδια την ιστορία, όπως στην περίπτωση της πολιτικής ιστορίας, της ιστορίας της εργατικής τάξης και της τοπικής ιστορίας, ή όπου οι ιστορικοί ήρθαν σε επαφή με άλλους επιστημονικούς κλάδους που κάνουν χρήση επιτόπιας έρευνας, όπως η κοινωνιολογία, η ανθρωπολογία, η διαλεκτολογία και η λαογραφία».
Συμπερασματικά, το διαχρονικό έργο “Φωνές από το Παρελθόν” παρέχει θεωρητικές συμβολές και πρακτικές συμβουλές που μπορούν να βοηθήσουν κάθε σύγχρονο μελετητή της προφορικής ιστορίας, συγκροτώντας ένα πλαίσιο διεπιστημονικότητας και αρμονικής συνύπαρξης της τελευταίας με επιστήμες όπως η λαογραφία.