Γράφει ο Μανώλης Πέπονας.
Ο Κουρτ
Στούντεντ (Kurt Arthur Benno Student) γεννήθηκε στο
Μπίρκχολντζ το 1890 και κατετάγη στον
Πρωσικό Στρατό το 1910. Συμμετείχε ως
πιλότος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο,
εκτελώντας παρακινδυνευμένες αποστολές
στο Δυτικό Μέτωπο. Στην εν λόγω σύρραξη
σημείωσε έξι καταρρίψεις, τραυματίστηκε
δε σοβαρά το 1917.
Κατά τη
διάρκεια του Μεσοπολέμου, ο Γερμανός
αξιωματικός γοητεύτηκε από τη στρατιωτική
χρήση των αλεξιπτώτων παρακολουθώντας
σχετικές επιδείξεις στη Σοβιετική
Ένωση. Έχοντας την εύνοια του Χέρμαν
Γκαίρινγκ, ο Στούντεντ ανέλαβε το
καλοκαίρι του 1938 τη διοίκηση της 7ης
Αερομεταφερόμενης Μεραρχίας, της πρώτης
δηλαδή γερμανικής δύναμης αλεξιπτωτιστών.
Οι άνδρες
του Στούντεντ χρησιμοποιήθηκαν αρχικά
σε μικρές καταδρομικές επιχειρήσεις
στη Σκανδιναβική Χερσόνησο την άνοιξη
του 1940. Έπειτα, έλαβαν δράση τον Μάιο
του ίδιου έτους στο Βέλγιο και την
Ολλανδία, καταλαμβάνοντας κόμβους
στρατηγικής σημασίας. Στο Ρότερνταμ ο
Στούντεντ τραυματίστηκε σοβαρά,
παρασημοφορήθηκε δε για την κατάληψη
του βελγικού οχυρού Εμπέν Εμαέλ από
τους άνδρες του.
Η εκτέλεση αμάχων στο χωριό Κοντομαρί της Κρήτης αποτελεί ένα από τα κύρια εγκλήματα πολέμου στα οποία ενεπλάκη ο Στούντεντ.
Η σημαντικότερη
αποστολή για τους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές
έλαβε χώρα τον Μάιο του 1941. Επρόκειτο
για την προσπάθεια κατάληψης της Κρήτης,
την πρώτη ευρείας έκτασης αεραποβατική
επιχείρηση στην παγκόσμια ιστορία. Παρά
την επιτυχία τους, οι άνδρες του Στούντεντ
υπέστησαν σοβαρές απώλειες από τους
τακτικούς ή άτακτους αντιπάλους τους.
Ο ίδιος ο πτέραρχος υπέγραψε τη διαταγή
εκτέλεσης σκληρών αντιποίνων εναντίον
του αμάχου πληθυσμού, όπως αυτά που
διενεργήθηκαν στο Κοντομαρί και στην
Κάνδανο. Οι παραπάνω ενέργειες αντέβαιναν
πλήρως το πολεμικό δίκαιο.
Μετά τη μάχη
της Κρήτης, οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές
χρησιμοποιήθηκαν ως επίλεκτο πεζικό,
πολεμώντας στην Ιταλία, τη Γαλλία και
την Ολλανδία. Ο Στούντεντ συνελήφθη από
τους Βρετανούς στο Σχλέσβιγκ-Χολστάιν
τον Απρίλιο του 1945. Δύο χρόνια αργότερα
παραπέμφθηκε σε δίκη ως εγκληματίας
πολέμου, παρά όμως την καταδίκη του
απελευθερώθηκε το 1948. Απεβίωσε το 1978
στο χωριό Λέμγκο.