Γράφει ο Μανώλης Πέπονας.
Ο Αλέξανδρος Παπάγος γεννήθηκε το 1883 στην Αθήνα. Ο πατέρας του, Λεωνίδας, ήταν υποστράτηγος του Ελληνικού Στρατού και η μητέρα του καταγόταν από την οικογένεια Αβέρωφ. Ο νεαρός Αλέξανδρος υπήρξε αρκετά επιμελής μαθητής ώστε να εγγραφεί στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1901, προτίμησε όμως τη στρατιωτική σταδιοδρομία. Έτσι, κατά τα έτη 1902-1906 φοίτησε σε βελγικές στρατιωτικές ακαδημίες, μετά δε την επιστροφή του στην Ελλάδα έλαβε τον βαθμό του Ανθυπιλάρχου. Οι ικανότητές του σύντομα αναγνωρίστηκαν από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος τον όρισε υπασπιστή του στο Υπουργείο Στρατιωτικών για την περίοδο 1910-1912.
Ο Παπάγος διακρίθηκε κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, ανδραγαθώντας ιδίως στην πολιορκία του Μπιζανίου. Εκεί γνώρισε τον διάδοχο Κωνσταντίνο και απέκτησε τη φήμη τολμηρού αξιωματικού. Όταν η χώρα πέρασε στη δύνη του Εθνικού Διχασμού, η σχέση του με τον Κωνσταντίνο υπήρξε η αιτία να εξοριστεί το 1917 σε διάφορα νησιά από τον Βενιζέλο. Μόνο μετά την επικράτηση των αντιβενιζελικών το 1920 κατέστη εφικτό να επανέλθει ο Παπάγος στο στράτευμα, λαμβάνοντας αναδρομικά τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη. Συμμετείχε άμεσα στη Μικρασιατική Εκστρατεία ως επιτελάρχης της Ταξιαρχίας -κι έπειτα Μεραρχίας- Ιππικού, διακρινόμενος για άλλη μια φορά. Ακολούθως, βρέθηκε εκτός στρατεύματος για τρία ακόμη έτη (1923-1926), λόγω της ανάμιξής του στο Κίνημα Λεοναρδόπουλου-Γαργαλίδη. Επιστρέφοντας στις Ένοπλες Δυνάμεις το 1926, ανέλαβε ανώτατες θέσεις όντας φιλοβασιλικός. Συγκεκριμένα, το χρημάτισε Υπαρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού (1931-1933), Επιθεωρητής Ιππικού (1933-1935), διοικητής του Α΄ και Γ΄ Σώματος Στρατού (1935) και εν τέλει Υπουργός Στρατιωτικών (1935).
Μετά την 1η Αυγούστου 1936, ο Μεταξάς τοποθέτησε τον Παπάγο στη θέση του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Η κίνηση αυτή υπήρξε αποτέλεσμα δύο παραγόντων: από τη μία πλευρά ο Παπάγος ήταν ένας από τους πλέον καταρτισμένους και ικανούς επιτελικούς αξιωματικούς της εποχής, ενώ από την άλλη ήλεγχε μέσω πελατειακών σχέσεων ένα μεγάλο μέρος του στρατεύματος. Έτσι, ο Μεταξάς εξασφάλιζε την υπακοή των Ενόπλων Δυνάμεων, έχοντας παράλληλα σε μία ευαίσθητη θέση έναν λαμπρό τακτικό νου. Η απόλυτα επιτυχημένη αρχιστρατηγία του Παπάγου κατά τον πόλεμο με την Ιταλία απέδειξε την ορθότητα της εν λόγω κίνησης. Ο αρχιστράτηγος μάλιστα αντιτέθηκε στη συνθηκολόγηση του Τσολάκογλου με τους Γερμανούς τον Απρίλιο του 1941 και επιχείρησε να αντισταθεί στους κατακτητές κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Για τον λόγο αυτό συνελήφθη το 1943, περνώντας τα επόμενα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έγκλειστος σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Η δράση του Παπάγου συνεχίστηκε μεταπολεμικά. Στις αρχές του 1949 ανέλαβε εκ νέου την αρχηγία των Ενόπλων Δυνάμεων, πετυχαίνοντας να συντρίψει τον ΔΣΕ στις τελευταίες του βάσεις. Η συγκεκριμένη επιτυχία του είχε ως αποτέλεσμα να χριστεί στρατάρχης από τον βασιλιά Παύλο, μια τιμή που αποδόθηκε για πρώτη φορά σε Έλληνα αξιωματικό. Την επόμενη διετία, ο Παπάγος ανέλαβε ανώτατες θέσεις εντός του στρατεύματος, προετοιμαζόμενος να κατέλθει στον πολιτικό στίβο. Η απόφαση αυτή τον έφερε αντιμέτωπο με τους Αμερικανούς συμβούλους των ανακτόρων, αλλά και τον ίδιο τον βασιλιά. Με τον Παπάγο να αποτρέπει τη διενέργεια κινήματος από τους υποστηρικτές του και τον Παύλο να διατάζει τον Αρχηγό του ΓΕΣ, Θρασύβουλο Τσακαλώτο, να συλλάβει τον άνθρωπο που είχε προηγουμένως ονομάσει στρατάρχη, ο σπουδαίος αξιωματικός ανακοίνωσε τελικά το καλοκαίρι του 1951 την υποψηφιότητά του για τις προσεχείς εκλογές. Για να συμβεί αυτό, προηγήθηκαν δύο σημαντικές κινήσεις: ο Τσακαλώτος αγνόησε τη διαταγή του ανώτατου πολιτειακού άρχοντα και σπουδαίοι πολιτικοί όπως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος και ο Σπυρίδων Μαρκεζίνης τέθηκαν στο πλευρό του Παπάγου. Με αυτά τα δεδομένα, έπειτα από ένα έτος στην αντιπολίτευση, ο στρατάρχης αναδείχθηκε νικητής των εκλογών του 1952, παραμένοντας πρωθυπουργός έως τον μυστηριώδη θάνατό του, στις 4 Οκτωβρίου 1955. Η διακυβέρνησή του χαρακτηρίστηκε από την οικονομική ανάπτυξη της χώρας, την επιδείνωση των σχέσεων με τη Βρετανία λόγω του Κυπριακού Ζητήματος και την τεταμένη σχέση της κυβέρνησης με το παλάτι και την Αριστερά. Ήδη από τη δεκατία του 1940, ο διεθνής Τύπος τον συνέκρινε με τον σπουδαίο Γάλλο στρατηγό Σαρλ Ντε Γκωλ.
Βιβλιογραφία
Αλέξανδρος Παπάγος, Ο πόλεμος τής Ελλάδος 1940-1941, Ίδρυμα Γουλανδρή – Χόρν, Αθήνα 1995
Γεώργιος Λεονταρίτης, Ο Παπάγος, το στέμμα, και οι Άγγλοι, Προσκήνιο, Αθήνα 2003
Νικόλαος Δεπάστας, Αλέξανδρος Παπάγος, 1883-1955: Ο στρατιώτης, ο πολιτικός, ο άνθρωπος, Γενικό Επιτελείο Στρατού, Αθήνα 1980