Γράφει ο Μανώλης Πέπονας.
H Εύβοια αποτελούσε τόπο συνάντησης εκατοντάδων προσφύγων από την Αττική που επιθυμούσαν να περάσουν με καΐκια στα νησιά του Αιγαίου κι από εκεί στην ουδέτερη Τουρκία για να σωθούν. Η σχετική υπηρεσία που δημιουργήθηκε, είχε οργανωθεί από δύο αδελφούς και τελούσε υπό την προστασία του ΕΛΑΣ. Ανάμεσα στα άτομα που μεταφέρθηκαν από το μεγάλο αυτό νησί του Αιγαίου στο λιμάνι του Τσεσμέ ήταν ο μετέπειτα πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου, καθώς επίσης αρκετοί Εβραίοι που είχαν προλάβει να διαφύγουν από τη Θεσσαλονίκη ή άλλοι οι οποίοι είχαν καταφέρει να λάβουν ξένα πιστοποιητικά υπό ιταλική αιγίδα. Ο ιστορικός Steven Bowman υπολογίζει τους διασωθέντες σε πάνω από χίλιους Εβραίους και 75 μη Εβραίους Έλληνες.1
Η Σάρα Γεσουά2 γεννήθηκε στη μεγαλύτερη πόλη της Εύβοιας, τη Χαλκίδα. Φοίτησε στο τοπικό γυμνάσιο, όπου διακρίθηκε για τις επιδόσεις της. Όντας ανιψιά του ήρωα του Ελληνοϊταλικού πολέμου αντισυνταγματάρχη Μορδοχαίου Φριζή, διέφυγε με τη μητέρα της σε ηλικία 15 ετών στο χωριό Στενή. Εκεί, μάθαινε στις γυναίκες της περιοχής ανάγνωση και γραφή, μιλώντας παράλληλα για θέματα γυναικείας χειραφέτησης. Πιθανότατα, την εποχή εκείνη είχε ήδη συνδεθεί με την ΕΠΟΝ, πράγμα που αποδεικνύεται κι από το γεγονός πως ειδοποιήθηκε έγκαιρα για τις γερμανικές επιχειρήσεις στην περιοχή.
Η «Σαρίκα» (όπως ονομάστηκε η νεαρή Σάρα) δεν άργησε να γοητευθεί από την ένοπλη αντίσταση κατά των κατακτητών. Οπλισμένη, περιόδευε στα χωριά καλώντας τις γυναίκες στην Αντίσταση. Με την πάροδο του χρόνου, σχηματίστηκε υπό την ηγεσία της μια μικρή μονάδα από νεαρές κοπέλες που αρχικά υπηρετούσαν ως βοηθητικές στα στρατόπεδα του ΕΛΑΣ. Λίγο αργότερα, η μονάδα αυτή εκπαιδεύτηκε κατάλληλα στη χρήση των όπλων και στις αρχές του 1944 ανέλαβε δράση.
Ο τρόπος δράσης της συγκεκριμένης ομάδας ένοπλων γυναικών ήταν πλήρως εναρμονισμένος στον αντάρτικο τρόπο πολέμου: παρενοχλούσαν με αυτοσχέδιες βόμβες μολότωφ τις γερμανικές δυνάμεις με σκοπό να θεωρηθούν η κύρια επιθετική φάλαγγα, ενώ άλλοι αντάρτες χτυπούσαν στον αντικειμενικό στόχο της επίθεσης.
Η ίδια η Σαρίκα αναλάμβανε καταδρομικές προσωπικά. Σε μια περίπτωση, στο χωριό Κάμπια, πέτυχε να βγάλει με δόλο τον ιερέα-πληροφοριοδότη των Γερμανών έξω από την εκκλησία, όπου και τον συνέλαβαν οι αντάρτες. Μετά από αυτό, οι κατακτητές οργισμένοι επιθυμούσαν την πάση θυσία σύλληψη της υπεύθυνης. Ο καταδότης που εστάλη, έχοντας λάβει πληροφορίες για μια Εβραία δασκάλα που δρούσε έξω από το χωριό Στενή, οδήγησε άθελά του στο να συλληφθεί λάθος άτομο: τη Μέντη Μόσκοβιτς, δασκάλα και εξαδέλφη της Σαρίκα. Η Μόσκοβιτς βασανίστηκε άγρια, ενώ το σπίτι που κρυβόταν καταστράφηκε. Για εκδίκηση, η Εβραία αντάρτισσα έμαθε την ταυτότητα του καταδότη και τον σκότωσε με το πιστόλι της.
Μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Σαρίκα συνελήφθη ως κομμουνίστρια εν μέσω εμφυλιακού κλίματος, αλλά τελικά αφέθηκε ελεύθερη. Ο τοπικός ανακριτής φέρεται να τη συμβούλεψε να ζητήσει από τον ραβίνο της περιοχής να τη στείλει στην Αθήνα. Από την ελληνική πρωτεύουσα, η μαχήτρια του ΕΛΑΣ εγκατέλειψε την Ελλάδα καταφεύγοντας στο Ισραήλ. Πέθανε εκεί, στις 24 Οκτωβρίου 2018.
Ο Ελληνοαμερικάνος ανταποκριτής Κ. Πούλος, εντυπωσιασμένος από τη δράση της, ανέφερε:
Αθήνα, 23 Οκτωβρίου (ΟΝΑ-ραδιοφωνικώς). Η Σαρίκα γ., μία δεκαοχτάχρονη Ελληνοεβραία από τη Χαλκίδα, είναι λοχαγός μιας διμοιρίας Ελληνίδων ένστολων ανταρτισσών που βρίσκονται στο νησί της Εύβοιας. Φορώντας ένα ζευγάρι μπότες Βρετανού στρατιώτη και κασκέτο, καθώς και σακάκι και στολή ιππασίας φτιαγμένη από Αμερικανική κουβέρτα, οδηγεί τη διμοιρία της κάθε μέρα στις επιχειρήσεις που διατάζει το αντάρτικο σύνταγμα στο οποίο ανήκει.
Είναι μια κοντή, γεροδεμένη κοπέλα με σκούρα μαλλιά και γαλανά μάτια. Τρέχει σαν άντρας και μπορεί να κατεβάσει με το τουφέκι ένα καρύδι από ένα δέντρο σε απόσταση 200 γιαρδών. Δίνει οδηγίες βηματισμού στη διμοιρία της που κατεβαίνει το βουνίσιο μονοπάτι με τόνο ζωηρό και υπερήφανο· άλλοτε φωνάζοντας ένα σταθερό «Επ, Επ, Επ», κι άλλοτε κρατώντας το ρυθμό με το μπράτσο της.
Μόνο μετά την παράδοση των Ελλήνων στους Ιταλούς αναγκάστηκε να διαφύγει στα βουνά. Από εκεί, ντυμένη σαν χωρική, γυρνούσε πότε-πότε πίσω στην γερμανοκρατούμενη Χαλκίδα για να μαζέψει πληροφορίες για το αντάρτικο σύνταγμά της. Όταν αυτό έγινε πολύ επικίνδυνο, άρχισε να διδάσκει σε σχολεία στο βουνό. Κατόπιν πήγε να εργαστεί στα κεντρικά γραφεία της Αντίστασης. Και αργότερα, όταν οργανώθηκε λόχος ανταρτισσών, διάλεξαν αυτήν για λοχαγό τους.
Από ολόκληρη τη μεγάλη οικογένειά της, από όλες τις αδελφές και τους γαμπρούς και τους θείους, μόνο αυτή και η μητέρα της έχουν μείνει. «Αυτή είναι η πατρίδα μου», μου είπε η Σαρίκα. «Εδώ γεννήθηκα και μεγάλωσα. Οι Έλληνες είναι ο λαός μου, ο αγώνας τους είναι αγώνας μου. Εδώ ανήκω». Η Σαρίκα είναι μία από έναν απίστευτο αριθμό Ελληνίδων που συμμετείχαν στην ατρόμητη Αντίσταση. Καμιά φορά δημιουργείται η εντύπωση ότι στα βουνά υπήρχαν πιο πολλές γυναίκες από άντρες.3
Παραπομπές
1Steven Bowman, Η αντίσταση των Εβραίων στην κατοχική Ελλάδα, εκδ. ΚΙΣΕ, Αθήνα 2012, σ. 74-75
2Steven Bowman, στο ίδιο, σ. 73-74
3Constantine Poulos, «Report on Greece», Taminent Library, New York University, Box I, File 39, σ. 21-23