Μεταξύ 4 και 8 Μαρτίου έλαβε χώρα η μάχη της Κοκκινιάς. Το Σάββατο 4 Μαρτίου 1944 χωροφύλακες και μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας επιτέθηκαν σε δυνάμεις του ΕΛΑΣ (1ο Τάγμα του 5ου Συντάγματος Πειραιά και Τάγμα Κοκκινιάς) που βρίσκονταν στην περιοχή. Ο ΕΛΑΣ αντιμετώπισε τις παραπάνω εχθρικές κινήσεις, ενώ ΕΑΜ κάλεσε τους κατοίκους σε επαγρύπνηση. Την επόμενη ημέρα, έπειτα από διαδήλωση των κατοίκων στην εκκλησία των Αγίου Νικολάου, οι Έλληνες συνεργάτες των Γερμανών επιστρέφουν, ωστόσο, μετά από ορισμένες πράξεις τρομοκράτησης αναγκάζονται να υποχωρήσουν εκ νέου. Στις 6 Μαρτίου, άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας ενισχύονται από 600 περίπου χωροφύλακες και επιχειρούν νέα αποτυχημένη επίθεση, ενώ την επόμενη μέρα στις επιχειρήσεις συμμετέχουν και Γερμανοί στρατιώτες. Τελικά, στις 8 Μαρτίου οι κατακτητές και οι συνεργάτες τους υποχωρούν από την Κοκκινιά. Παίρνουν μαζί τους 300 αιχμάλωτους κατοίκους, τους οποίους οδηγούν στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου, επιπλέον δε εκτελούν τον υπαστυνόμο Ν. Σαββαϊδη, τον δάσκαλό Γ. Βενέτο, τον Δ. Τσακανίκα και τον Τσακάρα. Από τους ομήρους, 37 εκτελούνται άμεσα και αρκετοί άλλοι θα ακολουθήσουν.
Η Κοκκινιά όμως βίωσε χειρότερα γεγονότα το καλοκαίρι του ίδιου έτους. Συγκεκριμένα, τα ξημερώματα της 17ης Αυγούστου 1944, Γερμανοί στρατιώτες και μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας περικύκλωσαν τη Νίκαια. Στη συνέχεια, οι Γερμανοί διέταξαν τη συγκέντρωση όλου του ανδρικού πληθυσμού μεταξύ 14 κι 60 ετών στην πλατεία Οσίας Ξένης. Όσοι εντοπίζονταν στα σπίτια εκτελούνταν. Από τις χιλιάδες των συγκεντρωμένων, ντόπιοι δωσίλογοι που φορούσαν κουκούλες επέλεγαν όσους επρόκειτο να εκτελεστούν. Οι εκτελέσεις γίνονταν στη Μάντρα της Κοκκινιάς. Τελικό αποτέλεσμα ήταν η θανάτωση 350 περίπου ανθρώπων και ο εγκλισμός 8.000 ακόμη στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου. Μετά την απελευθέρωση -και με τον εμφύλιο πόλεμο σε πλήρη εξέλιξη- διεξήχθη δίκη για τους Έλληνες που συμμετείχαν ποικιλοτρόπως στα διάφορα μπλόκα της Κοκκινιάς. Όλοι οι κατηγορούμενοι κρίθηκαν αθώοι, τον Μάρτιο του 1947.
Μαρτυρία του Παναγιώτη Στεφανίδη στο Χωνί της Κυριακής
Εκείνη την ημέρα, ήταν Πέμπτη και πολύ πρωΐ βγήκαν σε όλες τις γειτονιές οι ντουντούκες των Γερμανών με τους ταγματασφαλίτες και φώναζαν όλους του άντρες από 16 και άνω να συγκεντρωθούν στην Οσία Ξένη κάτω στην Κοκκινιά. Ο πατέρας μου μόλις ετοιμαζόταν να πάει στην δουλειά στις γενικές αποθήκες τις οποίες είχαν επιτάξει οι Γερμανοί, το σημερινό κατάστημα παιχνιδιών στο Πειραιά, κατηφόρισε από το σπίτι μας, προς την πλατεία που σήμερα λέγεται Κρήνης . Μετά τους πήγαν όλους μαζί προς το σημείο συγκέντρωσης στην Οσία Ξένη με τα χέρια ψηλά κατεβαίνοντας την οδό Μοργκεντάου.
Η ώρα περνούσε και η μητέρα μου ανήσυχη, αλλά σαν τολμηρή Πολίτισσα που ήταν, αποφάσισε να πάει να τον βρει, αν και οι Γερμανοί ήταν πολλοί σκληροί σε όσους πλησίαζαν. Τελικά κατάφερε να τον εντοπίσει μέσα σε όλο αυτό το χάος, γονατιστό με ψηλά το κεφάλι να περιμένει. Εκεί την ώρα ο γνωστός αργότερα δοσίλογος της Νίκαιας ο Μπατράνης, υπεδείκνυε με την κουκούλα στους Γερμανούς έναν-έναν και τους έπαιρναν προς εκτέλεση.
Την πλησίασε ένας καλοθελητής Χωροφύλακας λέγοντας της αυστηρά «Τι θέλεις εσύ εδώ;» και του απήντησε «Είναι ο άντρας μου εδώ, να κάθεται εκεί πέρα» και ο χωροφύλακας της είπε «Έχεις κάτι πολύτιμο σπίτι, λεφτά, λίρες, κοσμήματα; Φέρε τα και θα δω τι μπορώ να κάνω».
Έτρεξε μες την ζέστη του Αυγούστου πίσω στο σπίτι, να μάζεψε ότι μπορέσει. Στην πλατεία εν τω μεταξύ γινόταν η διαλογή και ο αρμόδιος Γερμανός πέρασε μπροστά από τον πατέρα μου και του είπε «Εσύ σπίτι» δεν κατάλαβε τι του είπε ο Γερμανός και ακολούθησε τη σειρά που ήταν για όσους πήγαιναν στα Στρατόπεδα Συγκέντρωσης Μανχάϊμ, Νταχάου, Μπούνχεβαλντ, αλλά ο ίδιος ο Γερμανός τον είδε από τύχη ότι ήταν στη λάθος σειρά και του ξαναείπε «Εσύ σπίτι». Η μητέρα μου όμως ήταν καθ’ οδόν να βρει τον Χωροφύλακα με ότι είχε βρει, ένα δακτυλίδι, κάποια σκουλαρίκια, τα έβαλε σε ένα πουγκί και κατηφόρισε πάλι πίσω στην Οσία Ξένη.
Για καλή μας τύχη, την βρήκε στο δρομο ένας γείτονας ο κ. Γιάννης και της μήνυσε ότι ο πατέρας μου είχε γλιτώσει και για να μην ξαναπεράσει μπροστά από τους Γερμανούς πήγε προς την αδελφή της μάνας μου, που έμενε στην Ταρσού και έτσι τον βρήκε ταλαιπωρημένο, αλλά τουλάχιστον ζωντανό. Επιστρέφοντας σπίτι μας, μάθαμε ότι στα Αρμένικα είχαν βάλει φωτιά και εκεί μέσα είχαν σκοτώσει κι άλλους πατριώτες. Εκεί στην Μάντρα είχαν πάρει και δυο αδέλφια γείτονες μας τον Χρυσόστομο και Νικόλα Ντραβέρσα και τους εκτέλεσαν. Ο μεν Χρυσόστομος έπεσε επί τόπου νεκρός, ο δε Νικόλας έπεσε πίσω από τους άλλους νεκρούς και γλίτωσε. Όμως όταν πέρασε ξανά ο Γερμανός για την χαριστική βολή τον πυροβόλησε στο κεφάλι, αλλά η σφαίρα πέρασε το μάτι του και έζησε! Την νύχτα σηκώθηκε και γύρισε σπίτι του!
Κατεβαίνοντας σπίτι πέρασαν από μπροστά μας οι Ταγματασφαλίτες κοντά στο ύψος της πλατείας Κρήνης με αλυσοδεμένη την αγωνίστρια Διαμαντώ που μόλις είχαν συλλάβει στην Νεάπολη και την κατέβαζαν προς τη μάντρα χτυπημένη. Μετά το πέρας των εκτελέσεων έβαλαν στον τοίχο και τους προδότες μαζί με τον Μαντράνη και τους εκτέλεσαν και αυτούς. Μόλις πέρασαν τα 40 στο μνημόσυνο που έγινε των νεκρών στην Οσία Ξένη, οι Γερμανοί είχαν δώσει την άδεια να συγκεντρωθεί ο κόσμος. Εγώ μια φίλη μου στην ηλικία μου κατηφορίσαμε να πάμε για το μνημόσυνο. Αρχίζοντας το μνημόσυνο, οι Γερμανοί δεν τήρησαν τον λόγο τους και από τα Μανιάτικα έβαλαν κατά ρίπας προς το πλήθος μάλλον γιατί φοβήθηκαν μην μετατραπεί σε συλλαλητήριο. Τρέχοντας να ξεφύγουμε η φίλη μου τραυματίστηκε από σφαίρα και την πήγα αιμόφυρτη στο νοσοκομείο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Μ. Χαραλαμπίδης, Η Εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2012.
Μ. Καραβιά, Παράπλευρες Απώλειες, Καπόν, Αθήνα 2016.
Π. Κατηφές, Το μπλόκο της Κοκκινιάς, Δήμος Νίκαιας, Αθήνα 2004.
Κ. Δ. Σβολόπουλος, Χαϊδάρι 8 Σεπτεμβρίου 1944, Πατάκη, Αθήνα 2002.