Γράφει ο Μανώλης Πέπονας.
Ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1912, όταν η Βουλγαρία, η Σερβία,
το Μαυροβούνιο και η Ελλάδα κήρυξαν τον
πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Επρόκειτο για μια σύρραξη στην οποία
έμελλε να εμπλακούν περί τους ένα
εκατομμύριο άνδρες (750.000 για τη βαλκανική
συμμαχία και 336.000 για τις σουλτανικές
δυνάμεις), να σκοτωθούν χιλιάδες άνθρωποι
και εν τέλει να οδηγήσει στην αναπροσαρμογή
των συνόρων της Χερσονήσου του Αίμου.1
Την περίοδο εκείνη, αδιαμφισβήτητος
πολιτικός ηγέτης της Ελλάδας ήταν ο
πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος. Ο
τελευταίος γεννήθηκε στις Μουρνιές
Χανίων το 1864, σπούδασε στη Νομική Σχολή
του Πανεπιστημίου Αθηνών και αναμίχθηκε
ενεργά με τα κοινά αρχικά στην ιδιαίτερη
πατρίδα του. Μετά το κίνημα στο Γουδί
(1909), ο Βενιζέλος προσεκλήθη από τον
Στρατιωτικό Σύνδεσμο να αναλάβει την
πρωθυπουργία, πράγμα το οποίο συνέβη
μετά την επικράτησή του στις εκλογές
του 1910. Το πλούσιο μεταρρυθμιστικό του
έργο τον κατέστησε ιδιαίτερα αγαπητό
σε ένα ευρύ τμήμα του πληθυσμού, ενώ η
συμμετοχή της χώρας στον Α’ Βαλκανικό
Πόλεμο με έναν εκσυγχρονισμένο στρατό
πιστώνεται κυρίως στις δικές του
ενέργειες.2
Ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν ίσως η σημαντικότερη πολιτική φυσιογνωμία της περιόδου.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός αναμίχθηκε
ενεργά στις αποφάσεις που καθόρισαν τη
σύρραξη. Διαθέτοντας ένα ευρύ στρατηγικό
πνεύμα, έθεσε ως κύριο στόχο την κατάληψη
της Θεσσαλονίκης, έχοντας παράλληλα
την προσδοκία της απελευθέρωσης της
Ηπείρου με δευτερεύοντα στρατιωτικά
τμήματα. Πράγματι, η μεγαλύτερη πόλη
της Μακεδονίας παραδόθηκε
από τον Οθωμανό διοικητή της στις
26 Οκτωβρίου 1912, η ελληνική όμως επίθεση
καταποντίστηκε στα Ιωάννινα όπου έλαβε
χώρα μια πολύμηνη πολιορκία. Ιδιαίτερα
το οχυρό Μπιζάνι θεωρείτο εν πολλοίς
ως απόρθητο, έχοντας κατασκευαστεί υπό
την επίβλεψη Γερμανών μηχανικών και
φρουρούμενο από ισχυρές μονάδες
πυροβολικού.
Για να αποκτήσει άποψη της κατάστασης,
ο Βενιζέλος μετέβη στην περιοχή τον
Φεβρουάριο του 1913. Όπως αποδείχθηκε,
επρόκειτο για μια ιδιαίτερα επικίνδυνη
απόφαση.
Ο πρωθυπουργός έφτασε σε ένα λόφο κοντά
στο Μπιζάνι (Προφήτης Ηλίας) συνοδευόμενος
από τον διάδοχο-αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο,
τον πρίγκιπα Γεώργιο (μετέπειτα βασιλιάς
Γεώργιος Β’) και αρκετούς ανώτατους
επιτελικούς αξιωματικούς. Τη σκηνή που
ακολούθησε περιέγραψε στα απομνημονεύματά
του ο αντιστράτηγος Βίκτωρ Δούσμανης,
άτομο που ανήκε στους στενούς ακολούθους
του Κωνσταντίνου:
“Ο Βενιζέλος εφόρει επενδύτην μέλανον,
χρώμα διαφέρον από τας άλλας στολάς των
αξιωματικών, όπερ ήτο χακί. Ο εχθρός,
διακρίνας τον μελανόν επενδύτην του
Βενιζέλου, υπώπτευσε φυσικά ότι επί του
βουνού, όπου προηγουμένως δεν εφαίνετο
ουδεμία Ελλήνων κίνησις, υπήρχον
αντίπαλοι στρατιωτικοί και η θέλησε να
δοκιμάση τι συμβαίνει επί του βουνού.
Άρχισε λοιπόν πυρ βαρέος πυροβολικού
κατά της κορυφής του βουνού, ρίψας εν
όλω πέντε βολάς, δι’ ων περιέβαλε τας
κλιτείς του βουνού κατά την διεύθυνσιν
των γενετείρων του κώνου, και ούτω το
πυρ διηυθύνετο κατά των τυχόν ανερχομένων
τας κλιτείς του βουνού. Τοτε, κατά
συμβουλήν του λοχαγού του πυροβολικού
Ρακτιβάν, ο Βενιζέλος ετάχθη εις τους
πόδας του τοίχου της εκκλησίας. Έκεί
παρέσυρε και τον διάδοχον. Έγώ δεν
εθεώρουν το τοιούτον αξιοπρεπές και
κατεκλίθην υπτίως έμπροσθεν της
εκκλησίας, παρ’ εμοί δε κατεκλίθη και
ο τότε επίδοξος διάδοχος Γεώργιος. Μετ’
ολίγον μία των πέντε βολών έπεσεν
αριστερά ημών και διαρραγείσα εφόνευσε
διά θραύσματος ένα ίππον αξιωματικού,
εκεί πλησίον ημών ευρισκόμενον και
ετραυμάτισε τον ιπποκόμον του αξιωματικού.
Ο αντίπαλος μετά τας ριφθείσας πέντε
βολάς έπαυσε το κατά του βουνού πυρ”.4
Βενιζέλος και Κωνσταντίνος συνομιλούν. Η σχέση τους υπήρξε τεταμένη.
Τη μαρτυρία του Δούσμανη επιβεβαίωσε
ο Λεωνίδας Παρασκευόπουλος, Αρχηγός
Πυροβολικού της Στρατιάς Ηπείρου.
Σύμφωνα με αυτόν, οι οθωμανικές δυνάμεις,
παρατηρώντας την ασυνήθιστη κίνηση
στον μικρό λόφο, κατανόησαν πως πιθανότατα
είχαν απέναντί τους αξιωματικούς του
επιτελείου και ξεκίνησαν να βάλουν
εναντίον τους. Γρήγορα, η σφοδρή απάντηση
του ελληνικού πυροβολικού οδήγησε στη
λήξη του σύντομου βομβαρδισμού υπό τον
φόβο υπέρμετρων απωλειών. Για τον ίδιο
αξιωματικό πάντως, η αντίδραση τόσο του
Βενιζέλου όσο και του Κωνσταντίνου ήταν
ιδιαίτερα ψύχραιμη, παρά το γεγονός πως
δύο στρατιώτες δέχθηκαν
οβίδες δίπλα τους, με τον ένα εξ
αυτών να υποκύπτει τελικά στα τραύματά
του. Ο Παρασκευόπουλος τέλος, στηλίτευσε
την απόφαση της ηγεσίας του να μεταβεί
δίχως προφυλάξεις σε ένα τόσο προκεχωρημένο
σημείο.5
Τα Ιωάννινα απελευθερώθηκαν έπειτα από πολιορκία αρκετών μηνών.
Έπειτα από πολύνεκρους αγώνες, τα
Ιωάννινα απελευθερώθηκαν από τον
Ελληνικό Στρατό στις 6 Μαρτίου 1913, έναν
δηλαδή μήνα μετά την επίσκεψη του
Βενιζέλου. Κατά τα επόμενα έτη, ο
τελευταίος έμελλε να συγκρουστεί με
τον Κωνσταντίνο και οι δύο αυτόπτες του
περιστατικού θα ακολουθούσαν εκ διαμέτρου
αντίθετες πολιτικές κατευθύνσεις: ο
Παρασκευόπουλος πρωτοστάτησε στο Κίνημα
Εθνικής Αμύνης στη Θεσσαλονίκη, ενώ
ο Δούσμανης παρέμεινε ακραιφνής
αντιβενιζελικός έως το τέλος της ζωής
του.
Παραπομπές
1 Richard
C. Hall, The Balkan Wars 1912-1913. Prelude to the First World
War, Routledge, Λονδίνο 2000
2 Herbert
Adams Gibbons, Βενιζέλος. Μια βιογραφία 1864
– 1920, Ευρασία, Αθήνα 2004, Λίλη Μακράκη,
Ελευθέριος Βενιζέλος 1864-1910. Η διάπλαση
ενός ηγέτη, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής
Τραπέζης, Αθήνα 1992, Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος,
Χρήστος Χατζηιωσήφ (επιμ.), Βενιζελισμός
και αστικός εκσυγχρονισμός,
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης,
Ηράκλειο 1988
4 Βίκτωρ
Δούσμανης, Απομνημονεύματα. Ιστορικαί
σελίδες τας οποίας έζησα, εκδοτικός
οίκος Πέτρου Δημτράκου, Αθήνα 1946, σ.
96-97
5 Λεωνίδας
Παρασκευόπουλος, Αναμνήσεις 1896-1920,
Αθήναι 1952, τ. 1, σ. 110-112