Έπειτα από την απελευθέρωση του Βραχωρίου (11 Ιουνίου 1821), οι επαναστάτες κινήθηκαν εναντίον του Ζαπαντίου. Το τελευταίο, ευρισκόμενο τρία χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Αγρινίου, σήμερα ονομάζεται Μεγάλη Χώρα και έχει περίπου 1.400 κατοίκους. Παρότι ο Σπυρίδων Τρικούπης το ονομάζει «μικράν κωμόπολιν», κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας στον ελλαδικό χώρο είχε 300 σπίτια, 57 μαγαζιά, τρία σχολεία, τρία χάνια και δύο λουτρά. Όντας λοιπόν ένα σπουδαίο κέντρο παραγωγής και εμπορίου καπνού, προσέλκυε στην εβδομαδιαία του εμποροπανήγυρη αρκετούς τοπικούς οικονομικά ισχυρούς παράγοντες.
Όσον αφορά την καταγωγή των κατοίκων, οι αναζητήσεις μας απαντούν αρκετές δυσκολίες: η λέξη «Ζαπάντ’» δεν είναι τουρκική, μα σλάβικη. Για τους Οθωμανούς, μα και τον γνωστό περιηγητή Εβλιά Τσελεμπή, οι Ζαπαντιώτες ήταν «ελληνίζοντες», θεωρούσαν δε πως ήταν απόγονοι των αρχαίων Λαλαίων. Υπάρχουν δηλαδή βάσιμες υποψίες πως δεν επρόκειτο για Τούρκους προερχόμενους από την Ασία, μα εξισλαμισμένους ντόπιους. Εξάλλου παντρεύονταν -όπως σε αρκετές βέβαια άλλες περιπτώσεις- Ελληνίδες χριστιανές, ενώ ήταν όλοι δίγλωσσοι. Η συνύπαρξη του οθωμανικού-μουσουλμανικού στοιχείου με το ελληνικό-χριστιανικό διαφαίνεται στον ίδιο τον χώρο: μια παλαιοχριστιανική βασιλική βρίσκεται κοντά σε δυο μεγαλοπρεπή τζαμιά. Σε γενικές γραμμές, παρατηρούμε την ύπαρξη μια ιδιαίτερης τοπικής ταυτότητας, στα πλαίσια της οποίας οι κάτοικοι του Ζαπαντίου δεν έχουν καθόλου καλές σχέσεις ούτε με τους σκληρούς μουσουλμάνους του Βραχωρίου που τους θεωρούσαν «κρυπτοχριστιανούς», μα ούτε και με τους γύρω χριστιανούς που τους θεωρούσαν πιθανότατα αρνησίθρησκους.
Αυτό ήταν το Ζαπάντι, το θεωρούμενο από αρκετούς μελετητές ως τρίτο σημαντικότερο κέντρο της Δυτικής Ελλάδας, μετά το Μεσολόγγι και το Βραχώρι. Κι εκεί ακριβώς κινήθηκαν οι Έλληνες επαναστάτες μετά την εκπόρθηση του τελευταίου. Οι ντόπιοι μουσουλμάνοι κατανοούσαν την κρισιμότητα της κατάστασης, αρνήθηκαν όμως να εγκαταλείψουν τις περιουσίες του και να φύγουν. Ήλπιζαν πιθανότατα πως παρότι το Βραχώρι είχε πέσει, η ισχυρή οθωμανική φρουρά της Άρτας θα τους έστελνε ενισχύσεις. Έτσι, οργάνωσαν πρόχειρα οχυρωματικά έργα, οχύρωσαν τα δυο τζαμιά και τέσσερις πύργους, δημιουργώντας έπειτα τάφρους. Πρόκειται για 300 ενόπλους σύμφωνα με τις πλέον μετριοπαθείς εκτιμήσεις, οι οποίοι κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν πολλαπλάσιους αντιπάλους.
Η πρώτη ελληνική έφοδος κατά του Ζαπαντίου έλαβε χώρα στις 16 Ιουνίου 1821, δίχως καμία επιτυχία. Οι πολιορκητές μάλιστα, έσπευσαν να μεταφέρουν στην περιοχή δύο κανόνια από το Μεσολόγγι, τα οποία όμως δεν κατάφεραν να αξιοποιήσουν κατάλληλα λόγω απειρίας και έλλειψης βλημάτων. Τα πρόχειρα τείχη του Ζαπαντίου απεδείχθησαν ισχυρά. Για να τα υπερκεράσουν, οι Έλληνες δοκίμασαν τα πάντα: έχτισαν τον δικό τους πύργο, προσπάθησαν να υπονομεύσουν τα αμυντικά έργα, έκαναν συνεχείς εφόδους. Σε μια περίπτωση μάλιστα, οι μουσουλμάνοι διενήργησαν έξοδο και λίγο έλειψε να κυριεύσουν το κανόνι που διέθετε ο Βλαχόπουλος. Αυτό ήταν το κύκνειο άσμα τους. Κατά τη διάρκεια της συμπλοκής ο Έλληνας οπλαρχηγός κατάφερε να σκοτώσει, πυροβολώντας από μεγάλη απόσταση, τον αντίπαλο αρχηγό, τον ικανότατο Ισούφη Σουλευκάραγα. Ακολούθησε μια μεγάλη μάχη γύρω από το πτώμα, με αποτέλεσμα την υποχώρηση των Οθωμανών που άφησαν πίσω τους και δεκαοκτώ νεκρούς. Έπειτα, οι Έλληνες έκοψαν τα κεφάλια των σκοτωμένων εχθρών τους, τοποθετώντας τα σε κοινή θέα για να αποθαρρύνουν τους πολιορκούμενους. Πράγματι, έπειτα από 45 ημέρες μαχών, αποκαρδιωμένοι, δίχως τον ηγέτη τους, χωρίς ελπίδα για βοήθεια και χωρίς εφόδια, οι μουσουλμάνοι του Ζαπαντίου παρέδωσαν τα όπλα τους. Σύμφωνα πάλι με τον Σπυρίδωνα Τρικούπη, οι επαναστάτες δεν τους έκαναν κακό, αντίθετα τους επέτρεψαν να φύγουν για τα γύρω χωριά ή την Άρτα.