Γράφει ο Μανώλης Πέπονας.
Ο πολύνεκρος Πόλεμος της Κορέας διήρκεσε τρία περίπου έτη (Ιούνιος 1950 – Ιούλιος 1953), επιφέροντας τον θάνατο πάνω από 500.000 ανθρώπων. Εντασσόμενος οργανικά στα πλαίσια του Ψυχρού Πολέμου, αποτέλεσε πεδίο μάχης για στρατιώτες διαφόρων εθνικοτήτων και σύγκρουσης συμφερόντων των υπερδυνάμεων της εποχής. Όσον αφορά την Ελλάδα, ο γηραιός πρωθυπουργός Νικόλαος Πλαστήρας αποφάσισε τη δημιουργία του Εκστρατευτικού Σώματος Ελλάδας στην Κορέα (ΕΚΣΕ, αρχικής δύναμης ενός τάγματος), καθώς επεδίωκε την εισόδου της χώρας του στο ΝΑΤΟ. Οι πρώτοι Έλληνες μαχητές αποβιβάστηκαν στην περιοχή τον Δεκέμβριο του 1950, λαμβάνοντας έπειτα μέρος σε αρκετές αναμετρήσεις. Συνολικά, το ΕΚΣΕ καταμέτρησε 186 νεκρούς και 566 τραυματίες, πέτυχε δε να αποσπάσει τον θαυμασμό των άλλων μονάδων.
Ποια όμως τύχη ανέμενε όσους Έλληνες αιχμαλωτίζονταν από τους αντιπάλους τους; Την απάντηση έδωσε ο Γεράσιμος Τσιγάντες, πολεμικός ανταποκριτής που υπέμεινε μια τέτοια εμπειρία. Συγκεκριμένα, ο εν λόγω βετεράνος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ανέφερε:
«Μας διέταξαν τους τρεις να βγούμε στο δρόμο κι εκεί μας πήραν πρώτα-πρώτα τα ρολόγια μας. Έπειτα τις κάλτσες και τα παπούτσια μας. Μας γύμνωσαν απ’ τα εσώρουχά μας (...). Κατόπιν μάς πρόσταξαν να γονατίσωμε κι έδεσαν τα χέρια μας στη ράχη μας με τηλεφωνικό σύρμα. Πριν έξι μέρες, έπειτα από μια τοπική αντεπίθεσι μερικοί αμερικανοί φαντάροι γυμνωμένοι όπως εμείς, με τα χέρια δεμένα πίσω με τηλεφωνικό σύρμα σαν τα δικά μας, βρέθηκαν με μια σφαίρα στον τράχηλο - κι αυτό το ξέραμε κι οι τρεις μας.
- Είναι τρομερό να πεθαίνεις τόσο νέος, είπε ο ένας από τους δυο φαντάρους. Δεν είμαι ακόμα δεκαεννιά χρονών. Θα μπορούσα να κάνω τόσα πράγματα στο μέλλον κι άφησα τόσα να μου ξεφύγουν... Πόσους ανθρώπους πλήγωσα... Ανθρώπους που αγαπώ και τώρα πια δεν μπορώ να τους γυρέψω συγγνώμη.
Δεν μας εξετέλεσαν. Μας έδειραν, μας κλωτσοπάτησαν στο χώμα φωνάζοντάς μας λόγια -βρισιές ίσως - που δεν καταλάβαινα. Όταν αυτά πια τέλειωσαν, μας οδήγησαν σε κάποιο φρουραρχείο στην κορφή ενός δασωμένου λοφίσκου. Εκεί βρήκαμε κι άλλους αιχμαλώτους - έξι εν όλω. Οι δυο ήταν σοβαρά τραυματισμένοι. Το δειλινό μας διέταξαν να σηκωθούμε κι αποτέλειωσαν με το πιστόλι τους δυο τραυματίες που δεν μπορούσαν να σταθούν στα πόδια τους, μα οι εκτελεστές δεν σημάδευαν καλά και χρειάστηκαν πολλές φορές ως ότου τους σκοτώσουν».
Ο Γεράσιμος Τσιγάντες ή Philippe Deane Gigantès καταγόταν από σημαντική βενιζελική οικογένεια. Πατέρας του ήταν ο διοικητής του Ιερού Λόχου, Χριστόδουλος Τσιγάντες, ενώ ο θείος του, Ιωάννης, σκοτώθηκε -κατόπιν προδοσίας- σε συμπλοκή με τους Ιταλούς στην κατεχόμενη Αθήνα στις 14 Ιανουαρίου 1943. Έχοντας γεννηθεί στις 16 Αυγούστου 1923 στη Θεσσαλονίκη, συμμετείχε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως μέλος του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού. Έπειτα, ακολούθησε διπλωματική σταδιοδρομία, μνημειώδες δε υπήρξε το έργο του ως πολεμικός ανταποκριτής. Απεβίωσε στο Μόντρεαλ του Καναδά τον Δεκέμβριο του 2004.
Πηγές
Θεοφάνη Κοπανιτσάνου - Δρ Πηγή Καλογεράκου, (επιμ.), Μνήμες Πολέμου, Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Αθήνα 2012.
Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Η Ελλάδα και ο Ψυχρός Πόλεμος. Επεκτείνοντας τις ερμηνείες, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2018.
Michael Hickey, Ο πόλεμος της Κορέας, Εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα 2002.
Γεώργιος Σκαλτσογιάννης, Το εκστρατευτικο σώμα της Ελλάδας στην Κορέα (1950-1955). Συμπληρωματικοί πίνακες προσωπικού, Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Αθήνα 2014.