Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2020

Οι Σφακιανοί στα όπλα! Το κίνημα του Δασκαλογιάννη (1770-1771)

Γράφει ο Μανώλης Πέπονας.


Πριν την Επανάσταση του 1821, δεκάδες μικρά ή μεγάλα κινήματα εκδηλώθηκαν στον οθωμανοκρατούμενο ελλαδικό χώρο. Ένα από τα σημαντικότερα εξ αυτών είχε ως ηγέτη του τον Ιωάννη Βλάχο ή Δασκαλογιάννη και επίκεντρο τα Σφακιά.


Ο Δασκαλογιάννης διέθετε σπουδαία μόρφωση. Ως ιδιοκτήτης τεσσάρων πλοίων, είχε επεκτείνει τις εμπορικές του δραστηριότητες μέχρι τη Ρωσία. Ευρισκόμενος πιθανότατα σε επικοινωνία με τους αδελφούς Ορλώφ, μετέβη το καλοκαίρι του 1769 στην Τεργέστη για να αγοράσει πολεμοφόδια. Με τη σύμφωνη γνώμη του συνόλου της δημογεροντίας των Σφακίων, ο Δασκαλογιάννης κήρυξε την εξέγερση στις 25 Μαρτίου 1770 στην Ανώπολη. Άμεσα, το κίνημα επεκτάθηκε σε μεγάλο μέρος των σημερινών νομών Χανίων και Ρεθύμνου.


Οι μάχες ήταν πολύνεκρες. Στην Ίμπρο για παράδειγμα, οι οπλαρχηγοί Μανούσακας και ο Βολούδης φόνευσαν εκατοντάδες αντιπάλους τους, κάτι που επαναλήφθηκε στη σύγκρουση του Λουτρού. Οι δυνάμεις των Κρητών όμως δεν μπορούσαν να συγκριθούν με τις αντίστοιχες οθωμανικές, ιδίως τη στιγμή που οι Ρώσοι δεν ενίσχυσαν την εξέγερση. Το μόνο που έμενε στους χριστιανούς ήταν η αυτοθυσία: στην Ανώπολη για παράδειγμα, οι άνδρες προτίμησαν να σφάξουν τα μέλη των οικογενειών τους για να μην σκλαβωθούν. Οι επιφανέστεροι Σφακιανοί, γνωρίζοντας πως δεν θα επικρατούσαν, αναζήτησαν τουλάχιστον έναν ηρωικό θάνατο. 


Σύντομα, ο αγώνας είχε χαθεί. Για να αποσοβήσει την περαιτέρω καταστροφή του τόπου του, ο Δασκαλογιάννης αποφάσισε να καταθέσει τα όπλα παρά την αντίθεση γνώμη των κατοίκων. Μαζί με 75 προύχοντες κατήλθε από τα ορεινά του καταφύγια και παραδόθηκε στους Οθωμανούς στο Φραγκοκάστελλο. Οι όροι που επιβλήθηκαν στους Σφακιανούς ήσαν ιδιαίτερα σκληροί, το δε τέλος του αρχηγού τους προδιαγεγραμμένο. 


Στις 17 Ιουνίου 1771, ο Δασκαλογιάννης γδάρθηκε στην πλατεία του Ηρακλείου. Από τους συνεργάτες του, άλλοι απαγχονίστηκαν άμεσα και άλλοι βασανίστηκαν για χρόνια. Εκ των 11.000 κατοίκων των Σφακίων, 3.500 σκοτώθηκαν στις ένοπλες συγκρούσεις, 1.500 απεβίωσαν λόγω των κακουχιών και 2.000 αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το νησί. Όσοι πάντως επέζησαν διατήρησαν άσβεστο μίσος για τους Οθωμανούς καταπιεστές τους. Τα παιδιά ή τα εγγόνια τους θα επιχειρούσαν να εκδικηθούν, πολεμώντας ηρωικά στα πλαίσια της Επανάστασης 1821.

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2020

Η έναρξη της Επανάστασης του 1821 στην Ύδρα, τις Σπέτσες και τα Ψαρά

Γράφει ο Μανώλης Πέπονας.


Ύδρα, Σπέτσες και Ψαρά αναπτύχθηκαν εμπορικά ιδίως από τον 18ο αιώνα. Στις δύο πρώτες περιπτώσεις καταλυτική υπήρξε η συμβολή Πελοποννήσιων και Τηνίων, ενώ στην τελευταία αυτή Χίων και Σμυρναίων. Μετά τη Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή αρκετά πλοία των νησιών εκμεταλλεύτηκαν το δικαίωμα να πλέουν υπό ρωσική σημαία. Κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων αρκετοί ναυτικοί πλούτισαν, εμπορευόμενοι σιτηρά στην αποκλεισμένη από τους Βρετανούς Ευρώπη. Αυτό τους ώθησε να εξοπλιστούν και να γίνουν ικανοί πολεμιστές, προκειμένου να αντιμετωπίσουν πιθανές πειρατικές επιδρομές.

Κατά τις παραμονές της επανάστασης, τα τρία νησιά διέθεταν στόλο 200 περίπου πλοίων. Πρώτοι ξεσηκώθηκαν οι Σπετσιώτες στις 26 Μαρτίου 1821. Είκοσι περίπου πλοία τους ανοίχτηκαν στο Αιγαίο, αιχμαλωτίζοντας άμεσα δύο οθωμανικά και αποκτώντας λεία από επιδρομές. Εντός του νησιού δημιουργήθηκε ένα τοπικό συμβούλιο, θεσπίστηκε δε Σύνταγμα. Η συνδρομή των Σπετσιωτών στον αγώνα ήταν σημαντική, ιδίως για την εκπόρθηση του Ναυπλίου, της Μονεμβασιάς και του Νεοκάστρου. 

Στην Ύδρα πάλι, επικρατούσε σκεπτικισμός. Χρειάστηκε η παρέμβαση των Ψαρών και των Σπετσών, ώστε οι τοπικοί προύχοντες να υψώσουν τα λάβαρα της επανάστασης στις 14 Απριλίου στέλνοντας πλοία κατά των Οθωμανών της Κορίνθου. Από την άλλη πλευρά, άμεση υπήρξε η συμβολή των Ψαρών στην επανάσταση. Έχοντας ξεσηκωθεί στις 11 Απριλίου, εκτέλεσαν επιδρομές στα μικρασιατικά παράλια και αιχμαλώτισαν εχθρικά καράβια που μετέφεραν στρατιώτες. Ένας κάτοικος του νησιού, ο Ιωάννης Πατατούκος φαίνεται πως ήταν αυτός που δίδαξε στους υπόλοιπους νησιώτες το πως να μετατρέπουν τα σκάφη τους σε μικρά πυρπολικά. Σύντομα, η διέλευση στο Βόρειο Αιγαίο κατέστη επικίνδυνη για τον Οθωμανικό Στόλο. 

Πρέπει βέβαια να σημειώσουμε πως δεν έλειψαν και τα έκτροπα. Συχνά, η λαφυραγώγηση εκ μέρους των Σπετσιώτικων και των Ψαριανών στόλων υπήρξε αδιάκριτη, με θύματά τους να είναι χριστιανοί που απλώς βρέθηκαν στον δρόμο τους. Σε γενικότερες γραμμές όμως, αν δεν υπήρχαν τα καράβια των τριών ναυτικών νήσων, η επανάσταση πιθανότατα θα είχε αποτύχει. Η ηρωική δράση των καπετάνιων των τριών νησιών κατά την Επανάσταση αποτελεί χρυσή σελίδα στο βιβλίο της ελληνικής Ναυτικής Ιστορίας.

Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2020

Έτσι πέθανε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

Γράφει ο Μανώλης Πέπονας.



 Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο «Γέρος του Μοριά» που διέπρεψε στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, αποτελεί μια από τις πλέον γοητευτικές προσωπικότητες της ιστορίας. Αρειμάνιος και ιδιοφυής, ωφέλησε με την παρουσία του τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων παντοιοτρόπως. Συμμετείχε στις κυριότερες μάχες του Αγώνα διακρινόμενος για την οξύνοιά του, μα και στις εμφύλιες έριδες που έβλαψαν εντέλει τον ίδιο και τους οικείους του.


Στα 70 του χρόνια, ο Κολοκοτρώνης κατανοούσε πως το τέλος του πλησίαζε. Αποφάσισε λοιπόν να περιοδεύσει σε ολόκληρη την Πελοπόννησο, συναντώντας φίλους και εχθρούς. Έφτασε μάλιστα μέχρι τα νησιά του Αιγαίου για να συμφιλιωθεί με τον γέρο πια Κουντουριώτη, ενώ δεν λησμόνησε τον Σχινά, τον υπουργό Δικαιοσύνης που επεδίωκε τον θάνατό του κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης της χώρας από τους Βαυαρούς.  


Έπειτα, την 1η Φεβρουαρίου 1843, ο ηγέτης της Επανάστασης παρευρέθηκε στον γάμο του τρίτου γιού του, Κολλίνου (Κωνσταντίνος), με τη Ραλλού Καρατζά. Στο γλέντι που ακολούθησε συμμετείχαν οι σημαντικότερες προσωπικότητες της χώρας και ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης εμφανίστηκε άκρως εύθυμος. Το ίδιο βράδυ υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο, με τους ιατρούς να αδυνατούν να τον επαναφέρουν. 


Η είδηση του θανάτου του Γέρου του Μοριά βύθισε στη θλίψη τον λαό της Ελλάδας. Το κράτος κήρυξε τριήμερο εθνικό πένθος, στη δε νεκρική πομπή συμμετείχε πλήθος κόσμου. Στο φέρετρο του Κολοκοτρώνη τοποθετήθηκε η περικεφαλαία και η στολή του ως αξιωματικού του Βρετανικού Στρατού, τα πόδια του πατούσαν μια τουρκική σημαία και το άψυχο κορμί του ήταν ζωσμένο με το σπαθί του. Έτσι, λαοφιλής και εύθυμος, απεβίωσε ο άνθρωπος στον οποίο η χώρα όφειλε σε μεγάλο βαθμό την ίδια την ύπαρξή της. 


Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2020

Μια εξαιρετική συνέντευξη του Νίαλ Φέργιουσον

Ποιοι παράγοντες οδήγησαν στην ανάπτυξη της Δύσης; Ο κορυφαίος ιστορικός της εποχής μας, Νίαλ Φέργκιουσον, προσπαθεί να δώσει την απάντηση στο βιβλίο του με τίτλο «Civilization: The West and the Rest». Μια σύντομη παρουσίαση του θέματος ακουλουθεί στην παρακάτω αποκαλυπτική συνέντευξη.



Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2020

Ο Ιμπραήμ κυριεύει τη Σφακτηρία (1825)

Γράφει ο Μανώλης Πέπονας.

 
Η βραχονησίδα Σφακτηρία, ευρισκόμενη λίγο έξω από την Πύλο, έχει έκταση 3,2 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Οι πρώτες προσπάθειες οχύρωσής της ανάγονται ήδη στους Ομηρικούς Χρόνους, ενώ σε αυτήν έλαβε χώρα μια άγρια μάχη μεταξύ των Σπαρτιατών και των Αθηναίων κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου (424 π.Χ.). Στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης, η σημαντική της θέση την έθεσε στο στόχαστρο των οθωμανοαιγυπτιακών δυνάμεων, όταν οι τελευταίες επιχείρησαν υπό τον Ιμπραήμ να κατασβήσουν το κίνημα των υπόδουλων υπηκόων του σουλτάνου.


Τον χειμώνα του 1825 ο Ιμπραήμ αποβιβάστηκε στη Μεθώνη, με τους αντιπάλους του να μαστίζονται τότε από τον εμφύλιο σπαραγμό. Μόνο στις 7 Απριλίου 1825, μια πολυπληθής (άνω των 3.000 ανδρών υπό τον Κυριάκο Σκούρτη) ελληνική δύναμη προσπάθησε να του φράξει τον δρόμο στο χωριό Κρεμμύδια, μεταξύ Μεθώνης και Πύλου. Ο Αιγύπτιος πολέμαρχος διέλυσε με ευκολία τους αντιπάλους του, προξενώντας τους σημαντικές απώλειες. Έπειτα, συνέχισε την πορεία του, έχοντας ως στόχο την εκπόρθηση των δύο φρουρίων της Πύλου, Παλαιόκαστρο και Νιόκαστρο.

Ο Σανταρόζα υπήρξε ένα από τα θύματα της μάχης.


Σε αυτό το πλαίσιο, χίλιοι περίπου Έλληνες και τέσσερα πλοία προστάτευαν τη Σφακτηρία. Εκεί βρισκόταν ο Αναγνωσταράς, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και ο Ιταλός κόμης Σαντόρε ντι Σανταρόζα. Στις 26 Απριλίου διεξήχθη η επίθεση των μουσουλμάνων, η οποία ξεκίνησε με κανονιοβολισμούς και συνεχίστηκε με επιχείρηση απόβασης. Οι αμυνόμενοι αιφνιδιάστηκαν, με αποτέλεσμα 350 εξ αυτών να σκοτωθούν και 200 ακόμη να αιχμαλωτιστούν. Μεταξύ των νεκρών συγκαταλέγονταν ο Αναγνωσταράς, καθώς επίσης ο Σανταρόζα. Από την ηγεσία των επαναστατών, μόνο ο Μαυροκορδάτος πέτυχε να διασωθεί επιβιβαζόμενος στο πλοίο «Άρης».


Μετά την πτώση της Σφακτηρίας, το έργο του Ιμπραήμ διευκολύνθηκε. Στις 30 Απριλίου παραδόθηκε το Παλαιόκαστρο, ενώ στις 11 Μαΐου το Νιόκαστρο. Έκτοτε, η περιοχή της Πύλου αποτέλεσε ένα από τα κύρια ορμητήρια των Οθωμανοαιγυπτίων, προξενώντας σοβαρά προβλήματα στην ελληνική πλευρά. Δικαιολογημένα λοιπόν κατέγραψε ο Κοσομούλης πως μετά την ήττα επί της πελοποννησιακής βραχονησίδας «κανενός πρόσωπον δεν έβλεπες να γελά, όλοι σκυθρωποί και οι πέτρες και αυτές ελυπούντο. Χίλιες υποψίες απερνούσαν εις καθενός τον νουν και το μέλλον όλοι το έβλεπον ως κινδυνώδες».

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2020

Η κατάληψη του Ζαπαντίου από τους Έλληνες επαναστάτες (1821)

Γράφει ο Μανώλης Πέπονας.

Έπειτα από την απελευθέρωση του Βραχωρίου (11 Ιουνίου 1821), οι επαναστάτες κινήθηκαν εναντίον του Ζαπαντίου. Το τελευταίο, ευρισκόμενο τρία χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Αγρινίου, σήμερα ονομάζεται Μεγάλη Χώρα και έχει περίπου 1.400 κατοίκους. Παρότι ο Σπυρίδων Τρικούπης το ονομάζει «μικράν κωμόπολιν», κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας στον ελλαδικό χώρο είχε 300 σπίτια, 57 μαγαζιά, τρία σχολεία, τρία χάνια και δύο λουτρά. Όντας λοιπόν ένα σπουδαίο κέντρο παραγωγής και εμπορίου καπνού, προσέλκυε στην εβδομαδιαία του εμποροπανήγυρη αρκετούς τοπικούς οικονομικά ισχυρούς παράγοντες.

Όσον αφορά την καταγωγή των κατοίκων, οι αναζητήσεις μας απαντούν αρκετές δυσκολίες: η λέξη «Ζαπάντ’» δεν είναι τουρκική, μα σλάβικη. Για τους Οθωμανούς, μα και τον γνωστό περιηγητή Εβλιά Τσελεμπή, οι Ζαπαντιώτες ήταν «ελληνίζοντες», θεωρούσαν δε πως ήταν απόγονοι των αρχαίων Λαλαίων. Υπάρχουν δηλαδή βάσιμες υποψίες πως δεν επρόκειτο για Τούρκους προερχόμενους από την Ασία, μα εξισλαμισμένους ντόπιους. Εξάλλου παντρεύονταν -όπως σε αρκετές βέβαια άλλες περιπτώσεις- Ελληνίδες χριστιανές, ενώ ήταν όλοι δίγλωσσοι. Η συνύπαρξη του οθωμανικού-μουσουλμανικού στοιχείου με το ελληνικό-χριστιανικό διαφαίνεται στον ίδιο τον χώρο: μια παλαιοχριστιανική βασιλική βρίσκεται κοντά σε δυο μεγαλοπρεπή τζαμιά. Σε γενικές γραμμές, παρατηρούμε την ύπαρξη μια ιδιαίτερης τοπικής ταυτότητας, στα πλαίσια της οποίας οι κάτοικοι του Ζαπαντίου δεν έχουν καθόλου καλές σχέσεις ούτε με τους σκληρούς μουσουλμάνους του Βραχωρίου που τους θεωρούσαν «κρυπτοχριστιανούς», μα ούτε και με τους γύρω χριστιανούς που τους θεωρούσαν πιθανότατα αρνησίθρησκους.

Αυτό ήταν το Ζαπάντι, το θεωρούμενο από αρκετούς μελετητές ως τρίτο σημαντικότερο κέντρο της Δυτικής Ελλάδας, μετά το Μεσολόγγι και το Βραχώρι. Κι εκεί ακριβώς κινήθηκαν οι Έλληνες επαναστάτες μετά την εκπόρθηση του τελευταίου. Οι ντόπιοι μουσουλμάνοι κατανοούσαν την κρισιμότητα της κατάστασης, αρνήθηκαν όμως να εγκαταλείψουν τις περιουσίες του και να φύγουν. Ήλπιζαν πιθανότατα πως παρότι το Βραχώρι είχε πέσει, η ισχυρή οθωμανική φρουρά της Άρτας θα τους έστελνε ενισχύσεις. Έτσι, οργάνωσαν πρόχειρα οχυρωματικά έργα, οχύρωσαν τα δυο τζαμιά και τέσσερις πύργους, δημιουργώντας έπειτα τάφρους. Πρόκειται για 300 ενόπλους σύμφωνα με τις πλέον μετριοπαθείς εκτιμήσεις, οι οποίοι κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν πολλαπλάσιους αντιπάλους.

Η πρώτη ελληνική έφοδος κατά του Ζαπαντίου έλαβε χώρα στις 16 Ιουνίου 1821, δίχως καμία επιτυχία. Οι πολιορκητές μάλιστα, έσπευσαν να μεταφέρουν στην περιοχή δύο κανόνια από το Μεσολόγγι, τα οποία όμως δεν κατάφεραν να αξιοποιήσουν κατάλληλα λόγω απειρίας και έλλειψης βλημάτων. Τα πρόχειρα τείχη του Ζαπαντίου απεδείχθησαν ισχυρά. Για να τα υπερκεράσουν, οι Έλληνες δοκίμασαν τα πάντα: έχτισαν τον δικό τους πύργο, προσπάθησαν να υπονομεύσουν τα αμυντικά έργα, έκαναν συνεχείς εφόδους. Σε μια περίπτωση μάλιστα, οι μουσουλμάνοι διενήργησαν έξοδο και λίγο έλειψε να κυριεύσουν το κανόνι που διέθετε ο Βλαχόπουλος. Αυτό ήταν το κύκνειο άσμα τους. Κατά τη διάρκεια της συμπλοκής ο Έλληνας οπλαρχηγός κατάφερε να σκοτώσει, πυροβολώντας από μεγάλη απόσταση, τον αντίπαλο αρχηγό, τον ικανότατο Ισούφη Σουλευκάραγα. Ακολούθησε μια μεγάλη μάχη γύρω από το πτώμα, με αποτέλεσμα την υποχώρηση των Οθωμανών που άφησαν πίσω τους και δεκαοκτώ νεκρούς. Έπειτα, οι Έλληνες έκοψαν τα κεφάλια των σκοτωμένων εχθρών τους, τοποθετώντας τα σε κοινή θέα για να αποθαρρύνουν τους πολιορκούμενους. Πράγματι, έπειτα από 45 ημέρες μαχών, αποκαρδιωμένοι, δίχως τον ηγέτη τους, χωρίς ελπίδα για βοήθεια και χωρίς εφόδια, οι μουσουλμάνοι του Ζαπαντίου παρέδωσαν τα όπλα τους. Σύμφωνα πάλι με τον Σπυρίδωνα Τρικούπη, οι επαναστάτες δεν τους έκαναν κακό, αντίθετα τους επέτρεψαν να φύγουν για τα γύρω χωριά ή την Άρτα.

Ο Ζέρβας πριν τον ΕΔΕΣ

 Γράφει ο Μανώλης Πέπονας. Ο Ναπολέων Ζέρβας γεννήθηκε στην Άρτα, πόλη που έμελλε να εισέλθει ως ελευθερωτής μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου ...